28.4.10

Τι σκέφτεσαι; #6 (σχεδόν)

- Τι σκέφτεσαι;
- Ένα καπέλο με κερασάκια...



Είχε ξανθά μαλλιά, μαζεμένα σε δυο χαλαρές πλεξίδες. Δεν έβλεπα το πρόσωπό της μα ήμουν σίγουρος ότι είχε φακίδες. Κι ίσως πράσινα μάτια.
Φορούσε ένα λευκό φουστάνι και πλάι της είχε ακουμπισμένο ένα ψάθινο καπέλο. Κι ένα βιβλίο.
Φαντάστηκα ότι ήταν το δικό μου βιβλίο. Περνάω από δίπλα της, γυρνάει με κοιτάει, κοιτάει το βιβλίο και ξανακοιτά εμένα. Με θαυμασμό. "Ω! Είναι δυνατόν να είστε... εσείς;"
Ένα πιτσιρίκι περνάει με το ποδήλατό του πάνω από το πόδι μου. Επανέρχομαι στην πραγματικότητα. Κι αισθάνομαι και λίγο γελοίος.
Τι πιθανότητες θα είχε να είναι το δικό μου βιβλίο; Κι άσε το δικό μου, που έχει πουλήσει μόνο όσα αντίτυπα αγόρασε η μάνα μου - γιατί κι οι φίλοι μου τσάμπα το πήραν, εγώ τους το 'δωσα. Ας πιάσουμε ένα κλασσικό. Τι πιθανότητα υπάρχει να είναι ας πούμε Οι Άθλιοι του Ουγκώ; Πόσα βιβλία υπάρχουν στον κόσμο; Πόσα είναι "αναλώσιμα", ευκαιριακά σουξεδάκια - και ούτε καν; Και πόσα θα χαρίσουν την υστεροφημία στους δημιουργούς τους;
Έτος 2110. Το βιβλίο μου είναι ακόμα στα ράφια. Ακούω τον υπάλληλο να λέει "Α, ναι! Κλασσικό δείγμα γραφής του 21ου αιώνα. Δεν πρέπει να λείπει από καμία βιβλιοθήκη!"
Το παιδάκι με το ποδήλατο πρέπει να το κάνει επίτηδες. Μόλις κάνω ευχάριστες σκέψεις έρχεται να με ξενυχιάσει. Τι σαδισμός!
Να είναι δικό της; Της κοπέλας με το άσπρο φόρεμα. Μπα... Φαίνεται τόσο νέα για να έχει παιδί. Κι εξάλλου δεν έχει γυρίσει καθόλου να το κοιτάξει. Α! Νάτη η μάνα του. Ναι, αυτή μοιάζει. Κι εξάλου το μπουκώνει κεράσια κάθε φορά που πλησιάζει.
Αν κάναμε παιδιά θα είχαν σίγουρα ξανθά μαλλιά. Εγώ κι η κοπέλα με τα άσπρα. Κι αν ήμασταν τυχεροί πράσινα μάτια. Θα ήταν κορίτσι. Και θα το ντύναμε και αυτό με άσπρο φόρεμα. Και θα της έπαιρνα ένα ψάθινο καπέλο με κερασάκια. Κι αυτή δε θα το μπούκωνε. Θα σήκωνε μόνο που και που το βλέμμα από το βιβλίο της - που θα ήταν το τελευταίο μου μυθιστόρημα - για να την προσέχει. Και θα χαμογελούσε.
Πώς θα γινόταν να της μιλήσω;
Σήκωσα τα μάτια. Είχε φύγει... Μαζί με το παιδί μας. Το καπέλο με τα κερασάκια. Το τελευταίο μου μυθιστόρημα.
Αν είχε ξεχάσει το βιβλίο της;
Θα είχε γράψει μέσα το τηλέφωνο της. Για μένα. Και θα...

17.4.10

14.4.10

Το 50-50-100 και τα μέσα μαζικής ταλαιπωρίας... (ψυχολογικής!)

"Μη με ξυπνάς απ' τις έξι,
πριν ακόμα η μέρα να φέξει..."
Τι ώρα είναι; Εφτά;;;!!! Φτου! Μια μέρα έχω κι εγώ που ξυπνάω αργά και ξέχασα να αλλάξω το ξυπνητήρι!
Ξύπνησα που ξύπνησα, δε μαζεύω και τη μπουγάδα που κρέμεται χαριτωμένα πάνω από την καινούρια καφετέρια που άνοιξε στο ισόγειο; Σα σωστή υψοφοβική, μόνο που δε δέθηκα με σκοινιά και γάντζους. Τη μάζεψα πάντως!
7:20... Να ταϊσω τα ψάρια μου στο facebook ή να ρίξω μισό υπνάκο ακόμα; Ιδού η απορία! Το κρεβάτι μου έκλεισε το μάτι πονηρά οπότε ξνακουκουλώθηκα και τον πήρα - μετά συγχωρήσεως.
9:24... Φτου! Δεν το άκουσα το ξυπνητήρι; Το έκλεισα; Ή απλά δεν το έβαλα ποτέ; Δεν είναι ώρα για προβληματισμούς! Τρέχουμε τώρα!
9:55... Είμαι στο δρόμο. Κι αναρωτιέμαι. Να πάω στη στάση που είναι στ' αριστερά και περνάει μόνο το τρόλεϋ; Ή να πάω στην αμέσως προηγούμενη που περνάει και το λεωφορείο;
Κι εδώ είναι που μπαίνει στην ιστορία ο περιβόητος κανόνας 50-50-100...
Όταν σωστή και λάθος απόφαση είναι ισοπίθανες κι εγώ δηλαδή έχω 50% πιθανότητα να πάρω τη σωστή, σας διαβεβαιώ ότι είναι 100% σίγουρο ότι θα πάρω τη λάθος!
Έτσι και σήμερα! Αποφάσισα να ποντάρω στην προηγούμενη στάση και... με το που έφτασα στα εφιαλτικά φανάρια της Θησέως είδα στη στάση και το λεωφορείο και ακριβώς πίσω του το τρόλεϋ! Μέχρι να περάσω βέβαια απέναντι και τα δύο είχαν φύγει από τη στάση... Αλλά..! Τα είχε πιάσει το φανάρι! Και το τρόλεϋ είχε μετατοπιστεί τοοοοσο λίγο από τη στάση. Έκανα ένα νόημα στον οδηγό του τρόλεϋ και... μου άνοιξε!
Να! Κάτι τέτοια συμβαίνουν και φτιάχνει η μέρα σου!
"Κανονικά δεν έπρεπε να ανοίξετε!"
Και κάπως έτσι χαλάει και πάλι........
Η παραπάνω φράση ανήκει σε αξιολάτρευτη συνεπιβάτισσα, γύρω στα εξήντα-φεύγα-και-μη-γυρίσεις-πίσω...
"Ναι, κύριε οδηγέ! Δεν έπρεπε", συμπληρώνει δεύτερη κυρία.
"Το ξέρω..." απαντάει ο οδηγός. Η πρώτη κυρία συνεχίζει τη μουρμούρα περί έπρεπε-δεν έπρεπε! (η άλλη κάνει δεύτερη φωνή και μίνι χορευτικό με το κεφάλι)
"Κι αν ήσασταν εσείς στη θέση της κοπέλας;" τη ρωτάει ο οδηγός.
"Α! Είμαι αντικειμενική! Αν το έχασα, το έχασα! Θα περιμένω το επόμενο!" δηλώνει περήφανη.
Να μιλήσω, να μη μιλήσω... Να μιλήσω, να μη μιλήσω...
"Συγγνώμη, για ψώνια πάτε;" ρωτάω, "γιατί εγώ πάω στη δουλειά μου". (για να είμαι κι ειλικρινής, πήγαινα στη σχολή. Μετά στη δουλειά. Και μετά στη δεύτερη δουλειά...)
"Δεν το λέω προσωπικά για σένα κοριτσάκι μου!" (αχά! διάνα έπεσα!) "Αλλά είναι παράνομο!" συνεχίζει το τροπάρι της και αρχίζει να ρωτάει τον οδηγό τι θα έκανε αν τον έβλεπε κάποιος υπεύθυνος και κάτι τέτοια!
Μιλάει σοβαρά;! Θα του κάνει και μήνυση μήπως;!
Ωχ, θα τον βάλω και σε μπελάδες τον άνθρωπο που μου έκανε μια εξυπηρέτηση...
Κρατάτε με! Θα την τσουρομαδήσω! Τι όρεξη έχει πρωί πρωί;!
Επειδή δε διακρίνομαι και για την ψυχραιμία μου, στην πρώτη ευκαιρία κατέβηκα και πήγα στη μεσαία πόρτα, όσο γίνεται μακρύτερα από την εν λόγω κυρία! Και - αν είναι δυνατό - εξακολούθησε να μουρμουράει!
Συγγνώμη κύριε οδηγέ...
Α! Και πολύ σε παραδέχτηκα που περίμενες αυτούς που έτρεχαν και ξανάνοιξες την πόρτα στο Κουκάκι!

Μια σούπερ ατυχία

Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ παλιά και όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε ένα αγόρι, που το έλεγαν Σπύρο. Ο Σπύρος ήταν ένα αγόρι σχεδόν ...