24.8.18

Μια σούπερ ατυχία


Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ παλιά και όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε ένα αγόρι, που το έλεγαν Σπύρο. Ο Σπύρος ήταν ένα αγόρι σχεδόν σαν όλα τα άλλα. Είχε μαύρα μαλλιά, μονίμως αχτένιστα, και μεγάλα γαλάζια μάτια. Πήγαινε στην πρώτη Δημοτικού και καθόταν στο τρίτο θρανίο. Του άρεσε το ποδόσφαιρο και τα μακαρόνια με κιμά. Τι ήταν όμως αυτό που τον έκανε διαφορετικό από όλα τα άλλα παιδιά;

Η αλήθεια είναι ότι ο Σπύρος είχε ένα μεγάλο μυστικό…

Σσσσςςς… Μην το πείτε σε κανέναν...

Ο Σπύρος είχε σούπερ δυνάμεις! Αλήθεια! Μπορούσε να παγώνει το χρόνο όποτε ήθελε! Κροτάλιζε τα δάχτυλά του και όλα τριγύρω σταματούσαν να κινούνται. Τα ρολόγια πάγωναν, άνθρωποι και ζώα έμεναν ακίνητοι σαν αγάλματα, και μόνο αυτός, άρχοντας του χρόνου, μπορούσε να κόβει βόλτες και να κάνει ό,τι θέλει.

Όπως κάθε σωστός σούπερ ήρωας είχε φυσικά και μια φανταστικοαπίθανη στολή! Πράσινη και πορτοκαλί φόρμα, με μπέρτα, μάσκα και απ’ όλα! Και ένα ρολόι για σήμα!
Και φυσικά χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις του στην υπηρεσία του καλού!
Εκτός δηλαδή από μερικές φορές… Να, όπως εκείνο το πρωί που έβρεχε και έκανε κρύο. Και η μαμά του του φώναζε να σηκωθεί γιατί θα αργούσε στο σχολείο. Ακόμα και οι σούπερ ήρωες όμως κρυώνουν! Και νυστάζουν! Και θέλουν να κοιμηθούν πέντε λεπτάκια παραπάνω. Ένα κλικ με τα δάχτυλα αρκούσε για να παγώσει ο χρόνος και ο μικρός ήρωας να χουζουρέψει με την ησυχία του λίγο ακόμα μέσα στα σκεπάσματα.
Ο Σπύρος καμιά φορά χρησιμοποιούσε τις υπερδυνάμεις του και στο σχολείο. Αν τύχαινε η δασκάλα να τον ρωτήσει κάτι που δε θυμόταν «τσουπ» πάγωνε το χρόνο και κρυφοκοίταζε στο βιβλίο την απάντηση. Αλλά αυτό δεν το έκανε συχνά γιατί οι σωστοί υπερήρωες είναι καλοί μαθητές και διαβάζουν τα μαθήματά τους. Και δε χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους για να κοροϊδέψουν τους δασκάλους.
Στα παιχνίδια όμως είχε πολύ πλάκα να είσαι σούπερ ήρωας! Ειδικά στο κυνηγητό! Ο Σπύρος ήταν ανίκητος όχι γιατί ήταν ιδιαίτερα γρήγορος… Αλλά μόλις πήγαινε κάποιος να τον πιάσει αυτός «βζουτ» πάγωνε το χρόνο και έτρεχε πέντε μέτρα παρακάτω.
Αφήστε τις πλάκες που μπορούσε να σκαρώνει! Ακόμα θυμάται το μπουγέλο. Τότε που σταμάτησε το χρόνο και έβαλε μια τεράστια νερόμπομπα πάνω από το κεφάλι του Γιωργάκη. Μόλις ο χρόνος άρχισε και πάλι να κυλάει ο Γιωργάκης δεν ήξερε από πού του ήρθε. Πόσο πλάκα είχε.
Αλήθεια, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο χρήσιμη ήταν η σούπερ δύναμη του Σπύρου κάθε μέρα. Πιστέψτε με όμως, τον είχε βοηθήσει εκατοντάδες φορές. Να προλάβει το λεωφορείο! Να πιάσει τη μπάλα πριν σπάσει το μεγάλο βάζο του σαλονιού. Να κρύψει τα κόμιξ του πριν τα κάνει φύλλο και φτερό το μικρό του ξαδερφάκι. Να προλάβει να φάει την τυρόπιτα πριν τελειώσει το διάλειμμα. Ακόμη και να πάει στο μπάνιο χωρίς να χάσει λεπτό από την αγαπημένη του παιδική σειρά!
Αλλά όλα αυτά δεν είναι τίποτε μπροστά στην ηρωική δράση του μικρού Σπύρου! Όταν ήταν ακόμη μόλις πέντε χρονών έσωσε τον γάτο τους που έπεσε από το δέντρο της αυλής. Ο ήρωας μας εκείνη την ώρα έτρωγε αμέριμνος τα δημητριακά του, όταν με την άκρη του ματιού του είδε τον γάτο να παραπατά. Με αυτοθυσία άφησε το κουτάλι και κροτάλισε τα δάχτυλα του. «Κλικ» και ο χρόνος σταμάτησε με το γάτο ακίνητο λίγα μόλις εκατοστά από το έδαφος. Ο Σπύρος φορώντας τις πράσινες με πορτοκαλί πυτζάμες του – έτσι διάλεξε και τα χρώματα για τη σούπερ στολή του – βγήκε στην αυλή, έπιασε το γάτο και τον ακούμπησε μαλακά στο έδαφος. Η αποστολή ολοκληρώθηκε με πλήρη επιτυχία. Ο γάτος ήταν σώος και ασφαλής, αν και λίγο μπερδεμένος, και τα δημητριακά ήταν ακόμα τραγανά!
Κάπως έτσι ξεκίνησε την καριέρα του υπερήρωα ο μικρός Σπύρος. Και φυσικά έκανε πολλά ακόμα κατορθώματα. Έσωσε ποτήρια από σίγουρες πτώσεις, μπάλες που θα κυλούσαν στο δρόμο και ένα σωρό άλλα ηρωικά πράγματα! Ήταν σίγουρος ότι όταν μεγάλωνε θα του έδιναν έναν ασύρματο και θα τον ειδοποιούσαν κάθε φορά που οι άνθρωποι χρειαζόντουσαν τις σούπερ δυνάμεις του!
Όμως, ίσως να μην είναι πάντα ευχάριστο να είσαι σουπερήρωας... Ακόμα και οι ήρωες βλέπετε έχουν μερικές ατυχίες. Σούπερ ατυχίες!
Όλα ξεκίνησαν την ημέρα του πάρτυ για τα έβδομα γενέθλια του μικρού Σπύρου. Τα σχολεία είχαν κλείσει, το απόγευμα θα έρχονταν οι φίλοι του από το σπίτι και η τούρτα θα ήταν παγωτό σοκολάτα. Σούπερ! Ο Σπύρος ανυπομονούσε και ευχόταν να μπορούσε να κάνει το χρόνο όχι μόνο να σταματάει, αλλά και να κυλάει πιο γρήγορα.
Το απόγευμα επιτέλους έφτασε και οι φίλοι του Σπύρου άρχισαν να φτάνουν ένας ένας. Κι όλοι του έφερναν δώρα! Μικρά και μεγάλα κουτιά με πολύχρωμα περιτυλίγματα. Ο Σπύρος προφανώς ήθελε να τα ανοίξει όλα στη στιγμή, αλλά η μαμά του του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα από αυτά που σημαίνουν «αυτό που λέω εγώ!» ή «κανόνισε την πορεία σου κακομοίρη μου» και τελικά όλα τα δώρα μαζεύτηκαν στο στρογγυλό τραπέζι του σαλονιού. Το πάρτυ ήταν απίθανο! Είχε μουσική, αναψυκτικά, απίθανα μεζεδάκια και πολύ παιχνίδι. Δεκαπέντε παιδάκια τρέχανε πάνω κάτω με γέλια και φωνές. Και ο Σπύρος ήταν σούπερ ευτυχισμένος.
Μέχρι που ήρθε η ώρα για την τούρτα. Την υπέροχη τούρτα σοκολάτα παγωτό με τις φράουλες και τη σαντιγύ. «Ελάτε όλοι στο σαλόνι για την τούρτα» φώναξε ο μπαμπάς κι αμέσως παιδάκια, γονείς και γιαγιαδοπαππούδες μαζεύτηκαν γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Ο μπαμπάς κρατούσε τη φωτογραφική μηχανή και η μαμά το δίσκο με την τούρτα και τα αναμμένα κεράκια.
Τι τέλεια που ήταν! Να! Αυτή ήταν μια στιγμή που άξιζε να σταματήσει ο χρόνος και να κρατήσει για πάντα. Και «κλικ» ο μικρός ήρωας σταμάτησε το χρόνο για να απολαύσει με την ησυχία του το πιο υπέροχο πάρτυ γενεθλίων. Πλησίασε και κοίταξε την τούρτα. Φαινόταν τόσο λαχταριστή. Χοροπήδησε ενθουσιασμένος ανάμεσα στους καλεσμένους που είχαν παγώσει με μια έκφραση χαράς στο πρόσωπο τους και κοίταξε με θαυμασμό τη στοίβα με τα δώρα! Αν άνοιγε μονάχα ένα; Ποιός θα το καταλάβαινε; Διάλεξε ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο κουτί με πράσινο φιόγκο και το ξετύλιξε βιαστικά. Ουάου! Ένα επιτραπέζιο παιχνίδι! Τι θα πείραζε αν άνοιγε ακόμα ένα; Το δεύτερο πακέτο είχε μέσα αυτοκινητάκια. Το τρίτο νερομπογιές και πινέλα. Στο τέταρτο πακέτο... στο τέταρτο πακέτο σταμάτησε για να μην τον πάρουν χαμπάρι. Και βιαστικά ξανατύλιξε όσο καλύτερα μπορούσε τα δώρα και τα ξανάβαλε στη στοίβα.
Ο Σπύρος έριξε μια ματιά στο χώρο. Όλα φαινόντουσαν όπως πριν. Ώρα να ξαναρχίσει το πάρτυ, σκέφτηκε και ο χρόνος ξεπάγωσε.
Όμως κάτι είχε πάει στραβά... Κάτι είχε πάει πολύ στραβά! Ένα από τα αυτοκινητάκια είχε βρεθεί ακριβώς κάτω από το πόδι της μαμάς του. Της μαμάς του που κουβαλούσε την τούρτα του με τα εφτά κεράκια. «Ααααα!» φώναξε η μαμά του γλιστρώντας. «Σπλατς» έκανε η τούρτα και προσγειώθηκε στο πάτωμα. «Ωωωωχ!» έκανε ο μπαμπάς προσπαθώντας να πιάσει τη μαμά και πέφτοντας με τη σειρά του φαρδύς πλατύς κάτω. «Ιιιιιι!» έκανε η θεία Ευταξία τρομάζοντας και πέφτοντας πάνω στο τραπέζι με τα δώρα. «Κρατς» έκανε το πιο μεγάλο πακέτο από τα δώρα, εκείνο με τον κόκκινο φιόγκο που του είχε φέρει η νονά του.
Και μετά ησυχία. Όλοι οι καλεσμένοι κοιτούσαν την καταστροφή χωρίς να μιλάνε. Ο Σπύρος ένοιωσε δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια του. Όλα είχαν πάει στραβά. Ήταν τα πιο απαίσια γέννεθλια.
Τότε η Ράνια, η φίλη του από το σχολείο, πλησίασε την στραπατσαρισμένη τούρτα και με το δάχτυλό της δοκίμασε τη σοκολάτα. «Σούπερ» είπε και οι φίλοι του έσκυψαν να δοκιμάσουν κι αυτοί. Οι μεγάλοι έβαλαν τα γέλια. «Σούπερ» λοιπόν είπε κι ο Σπύρος! Τα γενέθλια είναι πάντα σούπερ όταν έχεις σούπερ φίλους!

Η γυναίκα που τάιζε τις γάτες


Ο Ντίμης δεν υπήρξε ποτέ. Αυτή ήταν η επίσημη στάση της αστυνομίας. Αυτό το εύλογο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν όλοι.
Όμως η Αγάθη ήξερε.
Όταν απευθύνθηκε για πρώτη φορά στην αστυνομία της είπαν ότι ήταν νωρίς. Ότι έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον 72 ώρες πριν κηρυχθεί κάποιος αγνοούμενος.
Κι όταν πέρασαν 72 κι άλλες 72 ώρες τη σύρανε στο τμήμα. Καταθέσεις και κόντρα καταθέσεις, χιλιάδες ερωτήσεις χωρίς νόημα. Την παρέπεμψαν σε ψυχολόγους και ειδικούς. Το θέμα έφτασε σε κανάλια και εφημερίδες. Κακόγουστη φάρσα; Παραληρήματα ενός πειραγμένου μυαλού; Κραυγή βοήθειας από μια μοναχική γεροντοκόρη;
Πρώτη η αστυνομία έκλεισε το φάκελο. Τα δημοσιεύματα σταμάτησαν λίγο αργότερα. Τα κανάλια κάλυψαν για λίγο ακόμα τον κενό τηλεοπτικό τους χρόνο κανιβαλίζοντας την υπόθεση. Ώσπου βαρέθηκαν κι αυτά. Ώσπου η πενηντάχρονη και ο… αόρατος εραστής της έπαψαν να πουλάνε. Κι επιτέλους την άφησαν ήσυχη.
Μόνη. Κουρασμένη από τη στάση αγνώστων και συγγενών. Παραζαλισμένη από συνεδρίες με ειδικούς. Ξεγυμνωμένη και εκτεθειμένη από τους εκπροσώπους των media.
Όμως η Αγάθη ήξερε.
Είχε γνωρίσει τον Ντίμη ανήμερα Πρωτοχρονιά.
Κάθε πρωί συνήθιζε να κατεβαίνει κοντά στις γραμμές και να ταΐζει τα γατιά και τα αδέσποτα. Πολύ πρωί, πριν ξεκινήσει ακόμα ο ηλεκτρικός. Είχε κάτι το μελαγχολικό εκείνη η ώρα. Όπως μελαγχολικά ήταν και τα μάτια του Ντίμη.
Το σπίτι δίπλα στις γραμμές ήταν χρόνια ερειπωμένο και άδειο. Μόνο γάτες τριγύριζαν στην αυλή. Σταμάτησε να αφήσει τις κονσέρβες στο πέτρινο τοιχάκι. Και τότε τον είδε. Πρώτα είδε τα μάτια του, να την κοιτάν μέσα από τις καρφωμένες σανίδες του παραθύρου. Έμεινε εκεί, ακίνητη να τον κοιτάει για μερικά δευτερόλεπτα. «Καλή χρονιά» της ευχήθηκε με μια φωνή βαθιά.
Είχε φύγει τρέχοντας εκείνη τη μέρα. Αναστατωμένη. Αλλά ξαναπήγε, και συνέχισε να πηγαίνει, για μέρες. Τα μάτια ήταν πάντα εκεί. Άρχισαν να ανταλλάσσουν καλημέρες. Πλέον άφηνε και γι αυτόν φαγητό στο πεζούλι. Κι αυτός της άφηνε ένα λουλούδι. «Δεν είναι απόδειξη τα λουλούδια» είχε πει η αστυνομία.
14 Φλεβάρη το λουλούδι ήταν κόκκινο. Τότε ήταν που η Αγάθη μπήκε για πρώτη φορά στο ερειπωμένο σπίτι. Που είδε με τα μάτια και τα χέρια της το κορμί του Ντίμη. Που έσμιξαν παθιασμένα στο σκονισμένο μωσαϊκό. Με το κόκκινο άνθος του Ιβίσκου στα μαλλιά και με ένα γλυκό κάψιμο σε όλο της το κορμί αποχαιρέτισε τον εραστή της χωρίς να ξέρει ότι ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε.
Το επόμενο πρωί και με τα σημάδια από το σμίξιμό τους ακόμα φανερά στο στήθος και τους μηρούς της πήγε πάλι στο σπίτι. Αλλά τα μάτια δεν ήταν εκεί. Κι ούτε υπήρχε λουλούδι το επόμενο πρωί. Είχε πάει στην αστυνομία. Λάθος.
Κι ας ήξερε.
Αυτές τις τελευταίες βδομάδες είχε δει τις χειρότερες πλευρές των ανθρώπων. Αδιαφορία. Απαξίωση. Λασπολογία. Εξευτελισμός. Στο τμήμα την αντιμετώπιζαν όλοι σαν μια γραφική μισότρελη φιγούρα. Άλλοτε ειρωνικά, άλλοτε απαξιωτικά, καμιά φορά με οίκτο. Η υπόθεση εξαφάνισης ενός νεαρού άστεγου αγνώστων στοιχείων που είχε εγκατασταθεί παράνομα σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι ήταν καμένο χαρτί. Το γεγονός ότι όλες οι πληροφορίες γι αυτόν προέρχονταν από την «τρελή με τις γάτες», που μάλιστα δήλωνε ερωμένη του, της έδινε μια σουρεαλιστική νότα.
Κάπου εκεί είχαν τσιμπήσει και τα κανάλια. Και η Αγάθη τους άφησε να εισβάλουν στη ζωή της. Στην αρχή με την ελπίδα ότι θα τη βοηθούσαν. Έπειτα γιατί δε μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Τα κανάλια ήταν πιο πρόθυμα από την αστυνομία να εξετάσουν τα λεγόμενά της. Εισέβαλαν με κάμερες στο ερειπωμένο σπίτι. Ρώτησαν γείτονες και περαστικούς. Αρκετοί ήξεραν την Αγάθη. "Μια ακίνδυνη τρελή" είπαν. "Ταΐζει τις γάτες τα χαράματα". "Όχι, δεν είδαμε ποτέ κανέναν στο σπίτι" και "Χρόνια τώρα είναι άδειο". Κανείς δεν είχε δει τον Ντίμη, τον άστεγο με τα εκφραστικά μάτια, όπως τον αποκαλούσαν στις εφημερίδες.
Ακολούθησαν ζωντανές εκπομπές, αναπαραστάσεις των ερωτικών σκηνών, κυκλοφόρησαν σκίτσα του άγνωστου άντρα. Ταυτόχρονα η Αγάθη έγινε αντικείμενο σάτιρας και αισχρών αστείων. Ακούστηκε ότι συνουσιαζόταν με τα αδέσποτα. Ότι έβγαινε στους δρόμους γυμνή. Ότι τον σκότωσε η ίδια και τον τάισε στις γάτες.
Επιτέλους όμως την είχαν αφήσει ήσυχη. Κι η Αγάθη ήξερε.
Τις μέρες έψαχνε στους δρόμους. Στο σπίτι κοντά στις γραμμές. Σε γιαπιά και εγκαταλελειμμένα σπίτια.
Τις νύχτες έψαχνε τα σημάδιά του στο κορμί της. Ένοιωθε ξανά και ξανά τα ρίγη από την ένωσή τους.
Έψαχνε στις εφημερίδες. Ρώταγε άστεγους. Περαστικούς. Τις τελευταίες μέρες ρώταγε τις γάτες που τρίβονταν στις γάμπες της. Δε θυμόταν πια τα μάτια του. Κι όταν έκλεινε τα δικά της δε μπορούσε πια να νοιώσει το άγγιγμά του.
Η Αγάθη βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της το ξημέρωμα της 6ης Απριλίου. Χωρίς να ξέρει.

Πάνω στον τάφο της κάποιος άφησε έναν κόκκινο Ιβίσκο.

30.10.14

Τι σκέφτεσαι; #23

- Τι σκέφτεσαι;
- Όταν χαζεύω στο facebook από το κινητό φοβάμαι ότι θα μου γλιστρήσει, θα το πιάσω από την οθόνη, και θα κάνω κατά λάθος like σε κανά δυο πρώην, θα στείλω μήνυμα σε κανέναν άγνωστο και θα περάσω και καμιά πίστα στο candy crash!

3.10.14

Τι σκέφτεσαι; #22

- Τι σκέφτεσαι;
- Σκέφτομαι πως η πυγολαμπίδα ήταν ένα απλό ζουζούνι, μέχρι που μια μέρα ρώτησε πολλές φορές το Θεό "τη λάμπα που να την βάλω;"

2.5.14

Σελίδα λευκή

Διαγωνισμός ΛόγωΤέχνης 2013

Η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία προώθησης πολιτισμού Artspot προκηρύσσει τον 4ο Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό Διηγήματος «ΛογωΤέχνης 2013», με την υποστήριξη των Εκδόσεων Μεταίχμιο.

Το θέμα του διαγωνισμού είναι ελεύθερο, όμως οι συμμετέχοντες θα πρέπει να συμπεριλάβουν στην πλοκή του διηγήματός τους τις ακόλουθες επτά συγκεκριμένες λέξεις (σε οποιαδήποτε πτώση ή αριθμό):

Δρόμος, Ηδονή, Λιμάνι, Κεχριμπάρι, Ταξίδι, Γέρος, Καλοκαίρι   (Οι λέξεις περιέχονται στο ποίημα «Ιθάκη» του Κ.Π. Καβάφη).



Σελίδα λευκή

Πάντα της άρεσε να γράφει. Είχε ανάγκη να γράφει. Δε μπορούσε να αντισταθεί στο λευκό χαρτί.
Κανένα χαρτί δεν έπρεπε να είναι λευκό. Ο προορισμός του ήταν να γραφτεί, να μουτζουρωθεί, να ζωγραφιστεί. Το χαρτί παρακαλούσε το στυλό να χαράξει πάνω του γραμμές, γράμματα, σχήματα. Λέξεις, σκέψεις, ιδέες... Κι εκείνη υπάκουα έγραφε. Ζωγράφιζε, μουτζούρωνε.
Από τότε που θυμάται τον εαυτό της γέμιζε σελίδες ολόκληρες καθημερινά. Σκέψεις, ευφυολογήματα της στιγμής, μισοτελειωμένα διηγήματα, ιστορίες τρόμου. Κι όλα τα καταχώνιαζε στα συρτάρια της. Στον πάτο της τσάντας της. Σε ντοσιέ και φακέλους.
Το όνειρό της ήταν να γράψει κάτι ολοκληρωμένο. Κάτι που να αξίζει να δημοσιευτεί. Κάτι που να μπορέσει να ξεφύγει από τα συρτάρια και τις στοίβες με τα υπόλοιπα χαρτιά. Και να βρει το δρόμο του. Να διαβαστεί.
Αυτή ήταν η Ιθάκη της. Και γι αυτό έγραφε. Κάθε μέρα έγραφε, στρώνοντας το δρόμο προς το νησί με ατέλειωτες αράδες.

Μέχρι που μια μέρα δε μπορούσε να γράψει άλλο.

Εκείνο το πρωί αφηρημένα ζωγράφιζε αστεράκια χωρίς να μπορεί να βγάλει από μέσα της ούτε μια πρόταση. Ούτε καν μια λέξη. Τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε εκνευρισμένη. Όλη τη βδομάδα δεν έγραψε τίποτε. Το πρωί του Σαββάτου αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να πάρει ακραία μέτρα. Είχε έρθει η ώρα να δοκιμάσει και πάλι την παλιά γραφομηχανή. Έφτιαξε καφέ, έβαλε μουσική και άναψε τσιγάρο. Κάθησε στο γραφείο. Τα δάχτυλα της χάιδεψαν τα πλήκτρα. Ένοιωσε τις λέξεις έτοιμες να ξεχυθούν από μέσα της και να γεμίσουν τη σελίδα.

Ο καφές είχε τελειώσει. Η μουσική είχε πια γίνει ένα με τους ήχους του δρόμου. Το πακέτο είχε αδειάσει. Η σελίδα ήταν ακόμα λευκή. Κοιτούσε την άδεια σελίδα και τη μελανοταινία που ετοιμαζόταν να αφήσει τα χνάρια της στο λευκό χαρτί. Πάτησε τα πλήκτρα με δύναμη. Μια ασυνάρτητη ακολουθία γραμμάτων άρχισε να γεμίζει το χαρτί. Ένα πρόσκαιρο κύμα ανακούφισης την πλημμύρισε. Έβαλε τα κλάματα.

Οι μέρες περνούσαν. Κι εξακολουθούσε να μη μπορεί να γράψει. Καθόταν με τις ώρες πάνω από μια κόλλα χαρτί. Εφάρμοζε όποια μέθοδο δημιουργικής γραφής είχε ακούσει. Κι όταν νύχτωνε, με τη σελίδα ακόμα λευκή, καθόταν στην παλιά γραφομηχανή και πληκτρολογούσε ασυναρτησίες. Τυχαία γράμματα, μέχρι να νοιώσει καλύτερα. Φυλούσε ευλαβικά τη "δουλειά" της στο πρώτο συρτάρι και έπεφτε εξαντλημένη για ύπνο.

«Σα μαϊμού μπροστά σε γραφομηχανή», γέλασε ο Νίκος όταν του διηγήθηκε το πρόβλημά της. Τον κοίταξε εκνευρισμένη. Είχε κάνει μεγάλη προσπάθεια για να βγει από το σπίτι. Για να αφήσει έστω και για λίγο το στυλό. Ίσως ένα διάλειμμα τη βοηθούσε να ξεμπλοκάρει. «Δε σε κοροϊδεύω», γέλασε πάλι αυτός. «Υπάρχει ένα θεώρημα που περιγράφει τέλεια την κατάστασή σου. Αν μπορούσαμε λέει να αφήσουμε έναν απεριόριστο αριθμό μαϊμούδων μπροστά σε ισάριθμες γραφομηχανές, τότε κάποια στιγμή είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα έγραφαν τα άπαντα του Σαίξπηρ». Τον κοίταξε με δυσπιστία.

«Η πιθανότητα μια μαϊμού να γράψει μια συγκεκριμένη λέξη είναι πολύ μικρή, πόσο μάλλον ένα ολόκληρο κείμενο. Δεν είναι όμως μηδενική και άρα μπορεί να συμβεί. Αν τώρα αυξήσουμε τις μαϊμούδες; Αν πάρουμε χίλιες μαϊμούδες; Ένα εκατομμύριο; Άπειρες; Όσο περισσότερες μαϊμούδες έχουμε, τόσο μεγαλύτερη γίνεται και η πιθανότητα μία από αυτές να γράψει τη συγκεκριμένη λέξη. Αν είχαμε και άπειρο χρόνο…». Οι καφέδες είχαν μείνει να ζεσταίνονται στα ποτήρια. Ναι. Ακουγόταν λογικό. Μέσα στις τυχαίες ακολουθίες γραμμάτων, με την παρανοϊκή βεβαιότητα που μόνο τα μαθηματικά μπορούν να προσφέρουν, κάποια στιγμή θα γράφονταν μία μία όλες οι λέξεις του "Άμλετ". Κάποια στιγμή, γράμμα - γράμμα με τη σωστή σειρά, μια μαϊμού θα κατάφερνε να γράψει ξανά το "Όνειρο Θερινής Νυκτός".

Εκείνο το βράδυ είδε στον ύπνο της μαϊμούδες. Εκατοντάδες, χιλιάδες, αμέτρητες μαϊμούδες. Να πληκτρολογούν ασταμάτητα. Χαρτιά γέμιζαν το χώρο. Τυπωμένες κόλλες στοιβάζονταν στο δωμάτιο και τη σκέπαζαν. Πνιγόταν μέσα σε μια θάλασσα από χαρτί. Άρπαξε μια κόλλα από το σωρό. Ασυναρτησίες. Κι όμως, ανάμεσα στις μπερδεμένες συμβολοσειρές άρχισαν να φωσφορίζουν λέξεις. "Οθέλος", "Καπουλέτου", "στρίγγλα"... Κι άλλες λέξεις άρχισαν να φωσφορίζουν στο χαρτί. Σε όλα τα χαρτιά γύρω της.
Ξύπνησε ιδρωμένη. Ήταν ανόητο. Αλλά έπρεπε να το κάνει.
Πήγε στο γραφείο της και άνοιξε το συρτάρι. Έψαξε ανάμεσα στα σύμβολα που γέμιζαν τις σελίδες. Και όντως, μέσα στις τυχαίες ακολουθίες γραμμάτων κάποιες λέξεις άρχισαν να φωσφορίζουν. Κάποιες λέξεις του Καβάφη: Δρόμος, Ηδονή, Λιμάνι, Κεχριμπάρι, Ταξίδι, Γέρος, Καλοκαίρι.
Πήρε τις σελίδες και γύρισε στο κρεβάτι της. Ίσως ήταν όντως μια μαϊμού μπροστά σε γραφομηχανή. Ίσως όμως κάποια στιγμή και οι δικές της ασυνάρτητες αράδες να έβγαζαν νόημα.
Ίσως ήταν απλά θέμα χρόνου.
Ίσως αν συνέχιζε να βαράει ασταμάτητα τα πλήκτρα να έγραφε κάποτε την Ιθάκη. Ίσως να έφτανε κάποτε στην Ιθάκη...

Το χρονικό μιας απίστευτης ληστείας

Διαγωνισμός ΛόγωΤέχνης 2012

Η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία προώθησης πολιτισμού ARTSPOT προκηρύσσει τον 3ο Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό Διηγήματος «ΛογωΤέχνης 2012», με την υποστήριξη των Εκδόσεων ΚΑΛΕΝΤΗ.

Το θέμα του διαγωνισμού είναι ελεύθερο, όμως οι συμμετέχοντες θα πρέπει να συμπεριλάβουν στην πλοκή του διηγήματός τους τις ακόλουθες έντεκα συγκεκριμένες λέξεις (σε οποιαδήποτε πτώση ή αριθμό):

Θάλασσα, χελιδόνι, άμμος, κουτί, τριαντάφυλλο, χώμα, ρoλόι, ησυχία, σελίδα, αέρας, γάλα.

Το χρονικό μιας απίστευτης ληστείας

Έκτακτο παράρτημα! Σήμερα, Τετάρτη 15 Αυγούστου, και ώρα δεκάτη πρωινή η βιβλιοθηκονόμος της δημοτικής βιβλιοθήκης Καλλιθέας ανακάλυψε μία κλοπή άνευ προηγουμένου! Άγνωστοι μέχρι ώρας δράστες εισέβαλαν στο βιβλίο με κωδικό ΞΛ0012 και έκλεψαν το τριαντάφυλλο του Μικρού Πρίγκιπα! Σε κατάθλιψη έχει πέσει ο ήρωας του ομώνυμου έργου. Η αστυνομία δεν έχει κάνει ακόμα δηλώσεις.

Αναβρασμός επικρατεί στη βιβλιοθήκη και όλοι αγνοούν το ταμπελάκι «Ησυχία». Ήρωες μπαινοβγαίνουν στα βιβλία και πηδάνε από ράφι σε ράφι. Πλάσματα των παραμυθιών χώνονται σε άρλεκιν και σοβαροί επιστήμονες αφήνουν τις διατριβές τους και μετακομίζουν σε τσελεμεντέδες.

Στο βιβλίο «Ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη» - λίγο γκραν γκινιόλ επιλογή ομολογουμένως - όλοι οι ντετέκτιβ της παγκόσμιας λογοτεχνίας έχουν συγκεντρωθεί για να βρουν μια λύση. Τα μόνα στοιχεία που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος ήταν μια τσακισμένη σελίδα, λίγο χώμα κι ένας λεκές από γάλα. Ποιος εγκληματικός εγκέφαλος βρίσκεται πίσω από αυτή τη ληστεία; Θα ζητηθούν λύτρα;

Για μακρόχρονη απουσία του ιδιοκτήτη κάνουν λόγο οι ήρωες από τα διπλανά βιβλία. Η Πολυάννα, ο Μικρός Νικόλας και ο Μπίλμπο Μπάγκινγκς επιβεβαίωσαν την απουσία του Μικρού Πρίγκιπα και του βιβλίου του για διάστημα πλέον της μίας εβδομάδας από το ράφι Ξένη Παιδική Λογοτεχνία. «Μόλις σήμερα επέστρεψε» δήλωσε ο Τσάρλι μέσα από το εργοστάσιο σοκολάτας, ενώ ο Τζιπ δήλωσε ότι ήταν μέσα στην τηλεόραση και γι αυτό δεν πρόσεξε τίποτε.

Σε πρόσφατο tweet του ο Μικρός Πρίγκιπας γράφει: «Είναι ο χρόνος που έχεις χάσει για το τριαντάφυλλό σου που το κάνει τόσο σημαντικό». Που είναι όμως ο Μικρός Πρίγκιπας; Κανένας στη βιβλιοθήκη δεν τον έχει δει εδώ και αρκετές ώρες. Ανήσυχη δηλώνει η αλεπού.

Σε press conference κάλεσε τους δημοσιογράφους ο Αρσέν Λουπέν στις 8 το βράδυ στο βιβλίο του, «Τα οχτώ χτυπήματα του ρολογιού». Έχουν βρει το δράστη τα λαγωνικά της βιβλιοθήκης; Σε απευθείας μετάδοση στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων στις οχτώ.

Κι ενώ όλοι περιμένουν εναγωνίως τις εξελίξεις, το Μικρό Πρίγκιπα ανακάλυψε ο δαιμόνιος ρεπόρτερ Πίκος Απίκος σε βιβλίο της σειράς Χελιδόνια. «Νοιώθω μισός» δήλωσε σε αποκλειστική συνέντευξη στην εφημερίδα «Τρέχα Γύρευε». Το άρθρο συνοδεύεται από ολοσέλιδη φωτογραφία του ήρωα, καθισμένου στην άμμο, να ατενίζει μελαγχολικά τη θάλασσα ενώ ο αέρας ανεμίζει το κασκόλ του.

Δήλωση βόμβα από τον Βέλγο ντετέκτιβ, Ηρακλή Πουαρώ: «Το τριαντάφυλλο δεν κλάπηκε ποτέ.»

«Μα πως;!» αναφώνησαν όλοι μαζί οι συγκεντρωμένοι δημοσιογράφοι.

«Είναι απλό. Η τσακισμένη σελίδα είναι το κλειδί του μυστηρίου. Βλέπετε οι ιστορίες υπάρχουν μόνο όσο υπάρχει κόσμος που τις διαβάζει. Καμιά περιπέτειά μου δε θα είχε τέλος και κανένας ένοχος δε θα είχε συλληφθεί αν ο αναγνώστης δεν ολοκλήρωνε το βιβλίο».

Μουρμουρητά και αναταραχή στη σελίδα 109 που είναι συγκεντρωμένα τα τηλεοπτικά συνεργεία.

«Και τι πρέπει να γίνει;» έσπασε τη σιωπή ο Φίλιπ Μάρλοου χαϊδεύοντας το 45άρι στην εσωτερική του τσέπη.

«Στοιχειώδες αγαπητοί» δήλωσε φλεγματικά ο Σέρλοκ. «Πρέπει απλά ο αναγνώστης να τελειώσει το βιβλίο!».

* * * * * * * *

Σε ένα σπίτι λίγα τετράγωνα μακριά από τη βιβλιοθήκη η μικρή Αλίκη ψάχνει σε ράφια και κουτιά κι έχει κάνει το δωμάτιό της άνω κάτω.

- Ρε μαμά, που έβαλες εκείνο το βιβλίο που είχα πάρει από τη βιβλιοθήκη;

Πρόσεχε τι γράφεις στο wall σου

Διαγωνισμός ΛόγωΤέχνης 2011

Ο θεματικός άξονας του φετινού διαγωνισμού είναι «Ιστορίες Διαδικτύου».
Οι συμμετέχοντες θα πρέπει στην πλοκή του διηγήματος που θα συγγράψουν να συμπεριλάβουν στοιχεία που να αφορούν, να διαδραματίζονται ή να σχετίζονται με οποιονδήποτε τρόπο με το Διαδίκτυο.

[link]


Πρόσεχε τι γράφεις στο wall σου

Η Ηρώ είχε αλλάξει πάλι την εικόνα του προφίλ της. Ένας άγγελος που έκλαιγε. Άλλαξε και το status στο facebook. "Σκατά!".
Ο Μιχάλης άνοιξε άλλο browser και μπήκε στο δεύτερο προφίλ του. Άφησε ένα comment. Άνοιξε και τρίτο browser για το άλλο προφίλ, την τρίτη περσόνα που χρησιμοποιούσε - και με την οποία είχε πιο φιλικές σχέσεις με την Ηρώ.
Σε δέκα λεπτά το προφίλ της είχε γεμίσει comments. Είχε για άλλη μια φορά τσακωθεί με τον πατέρα της. Όπως πάντα.
Ένας ήχος τον ενημέρωσε ότι είχε ανεβάσει κάτι στο blog της. Άλλο ένα ποίημα.
Μαύρη εφηβική κατάθλιψη.
Έψαξε τον αναπτήρα του στα σκοτεινά. Άναψε τσιγάρο και ξαναδιάβασε το κείμενο. Έγραψε δυο γραμμές, τις έσβησε. Η στάχτη έπεσε πάνω στο πληκτρολόγιο.
Σκατά. "Σκατά!" έγραψε και σαν σχόλιο κάτω από το κείμενο.
Αντέγραψε ένα στίχο από το ποίημα και τον έβαλε σα μήνυμα στο msn.
Η Ηρώ τσίμπησε αμέσως.
- Με διαβάζεις;
Μιλούσε μαζί της σχεδόν ένα χρόνο τώρα. Από διαφορετικούς λογαριασμούς κάθε φορά. Ανάλογα με την περίσταση.

Πριν τρεις βδομάδες είχε καταφέρει να τη δει κι από κοντά. Από τις 7 περίμενε απέναντι από το σπίτι της, χωμένος πίσω από μια εφημερίδα, να τη δει. Δεν ήταν δύσκολο να την αναγνωρίσει. Είχε δει και τον πατέρα της.

Μίλησαν μέχρι τις πέντε το πρωί.
- Σ’ αφήνω. Θα ξυπνήσει σε λίγο. Και δε θέλω να με δει στο pc…
Ένοιωσε ένα σφίξιμο και ήταν σίγουρος πως και αυτή ένοιωθε άσχημα γράφοντας αυτές τις γραμμές.

Την επόμενη μέρα μετρούσε τις ώρες να πάει δύο. Να γυρίσει από το σχολείο και να καθήσει στον υπολογιστή της. Της είχε στείλει δωράκια στο facebook. Είχε δει για άλλη μια φορά όλες τις φωτογραφίες της. Είχε διαβάσει τα σχόλια που είχε γράψει στους φίλους της. Είχε ξαναδιαβάσει τα σχόλια που της άφηναν στο blog της.
Μέχρι τις πέντε δεν είχε μπει online. Είχαν γράψει διαγώνισμα στη Χημεία είδε στο wall της διπλανής της. Ας είχε γράψει καλά…
Πέντε και δέκα ανέβασε μια εικόνα. Από το κινητό της. Είχε χαράξει στο μπράτσο της με ξυραφάκι "Πονάω!". Ένοιωσε να πονάει ο ίδιος. Ένοιωσε τα γράμματα να χαράζονται στο δικό του χέρι. Με το νύχι του χάραξε κι αυτός το δέρμα του.
Ένα μήνυμα ήρθε στο msn.
- Θέλω να φύγω από το σπίτι…
Τι να της απαντήσει;
- Θέλω να τον σκοτώσω! Και να φύγω από το σπίτι.
Την είχε χτυπήσει. Για ένα ανόητο διαγώνισμα;

Άλλαξε πάλι τη φωτογραφία στο προφίλ της. Ένα μικρό κοριτσάκι με άσπρο φόρεμα που κρατούσε ένα ματωμένο μαχαίρι.
Τις επόμενες μέρες η Ηρώ σταμάτησε να μπαίνει στο internet. Ο Μιχάλης είχε φρικάρει. Τριγυρνούσε στη μικρή γκαρσονιέρα κλοτσώντας τα έπιπλα. Την τρίτη μέρα το πρωί πήγε κάτω από το σπίτι της.
Την είδε να βγαίνει μαζί με τον πατέρα της. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα. Και ο μαλάκας δίπλα είχε ένα βλέμμα…
Τους ακολούθησε μέχρι το σχολείο, κάθησε σε μια πυλωτή απέναντι και άναψε τσιγάρο. Η Ηρώ στεκόταν σε μια γωνία με μια φίλη της. Μόλις χτύπησε το κουδούνι τις είδε να σκαρφαλώνουν τα κάγκελα και να βγαίνουν έξω. Μπήκαν σε ένα internet καφέ. Κάθησε και αυτός μερικές θέσεις παραπέρα, έτσι που να μπορεί να τη βλέπει.
Την παρατηρούσε όσο απαντούσε στα σχόλια όσων την ψάχνανε τις τελευταίες μέρες. Σε αυτόν δεν είχε απαντήσει ακόμα.
- Γεια…
Ένοιωθε περίεργα να μιλάνε στο chat, σχεδόν δίπλα ο ένας στον άλλο, κι αυτή να μην το υποψιάζεται καν. Πληκτρολογούσε γρήγορα και τσαντισμένα, να του τα πει όλα. Κάποιος να την καταλάβει.
Είχε τσακωθεί πολύ άσχημα με τον πατέρα της. Της έκοψε το internet και της ξέκοψε το ενδεχόμενο να πάει πενταήμερη.
- Τον μισώ!
Και για έμφαση το έγραψε και στο facebook… "Τον μισώ!". Κι από κάτω "Να πεθάνει, να πεθάνει, να πεθάνει!".

Η Ηρώ είχε φύγει από ώρα από το μαγαζί. Κι αυτός καθόταν ακόμα εκεί.
Κοιτώντας την οθόνη. Την αγαπούσε αυτή την απαισιόδοξη πιτσιρίκα. Και τώρα ήταν η ώρα να της το δείξει.
Η Ηρώ ξαναδιάβασε το μήνυμα. "Η επιθυμία σου, διαταγή…".
Η μάνα της ακούστηκε να τσιρίζει από την κουζίνα…

Κατεβάστε το ψηφιακό βιβλίο (e-book) με τα 20 βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού.

Μια σούπερ ατυχία

Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ παλιά και όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε ένα αγόρι, που το έλεγαν Σπύρο. Ο Σπύρος ήταν ένα αγόρι σχεδόν ...