Ο Ντίμης δεν υπήρξε ποτέ. Αυτή
ήταν η επίσημη στάση της αστυνομίας. Αυτό το εύλογο συμπέρασμα στο οποίο
κατέληξαν όλοι.
Όμως η Αγάθη ήξερε.
Όταν απευθύνθηκε για πρώτη φορά
στην αστυνομία της είπαν ότι ήταν νωρίς. Ότι έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον 72
ώρες πριν κηρυχθεί κάποιος αγνοούμενος.
Κι όταν πέρασαν 72 κι άλλες 72
ώρες τη σύρανε στο τμήμα. Καταθέσεις και κόντρα καταθέσεις, χιλιάδες ερωτήσεις
χωρίς νόημα. Την παρέπεμψαν σε ψυχολόγους και ειδικούς. Το θέμα έφτασε σε
κανάλια και εφημερίδες. Κακόγουστη φάρσα; Παραληρήματα ενός πειραγμένου μυαλού;
Κραυγή βοήθειας από μια μοναχική γεροντοκόρη;
Πρώτη η αστυνομία έκλεισε το
φάκελο. Τα δημοσιεύματα σταμάτησαν λίγο αργότερα. Τα κανάλια κάλυψαν για λίγο
ακόμα τον κενό τηλεοπτικό τους χρόνο κανιβαλίζοντας την υπόθεση. Ώσπου
βαρέθηκαν κι αυτά. Ώσπου η πενηντάχρονη και ο… αόρατος εραστής της έπαψαν να
πουλάνε. Κι επιτέλους την άφησαν ήσυχη.
Μόνη. Κουρασμένη από τη στάση
αγνώστων και συγγενών. Παραζαλισμένη από συνεδρίες με ειδικούς. Ξεγυμνωμένη και
εκτεθειμένη από τους εκπροσώπους των media.
Όμως η Αγάθη ήξερε.
Είχε γνωρίσει τον Ντίμη ανήμερα
Πρωτοχρονιά.
Κάθε πρωί συνήθιζε να
κατεβαίνει κοντά στις γραμμές και να ταΐζει τα γατιά και τα αδέσποτα. Πολύ
πρωί, πριν ξεκινήσει ακόμα ο ηλεκτρικός. Είχε κάτι το μελαγχολικό εκείνη η ώρα.
Όπως μελαγχολικά ήταν και τα μάτια του Ντίμη.
Το σπίτι δίπλα στις γραμμές
ήταν χρόνια ερειπωμένο και άδειο. Μόνο γάτες τριγύριζαν στην αυλή. Σταμάτησε να
αφήσει τις κονσέρβες στο πέτρινο τοιχάκι. Και τότε τον είδε. Πρώτα είδε τα
μάτια του, να την κοιτάν μέσα από τις καρφωμένες σανίδες του παραθύρου. Έμεινε
εκεί, ακίνητη να τον κοιτάει για μερικά δευτερόλεπτα. «Καλή χρονιά» της
ευχήθηκε με μια φωνή βαθιά.
Είχε φύγει τρέχοντας εκείνη τη
μέρα. Αναστατωμένη. Αλλά ξαναπήγε, και συνέχισε να πηγαίνει, για μέρες. Τα
μάτια ήταν πάντα εκεί. Άρχισαν να ανταλλάσσουν καλημέρες. Πλέον άφηνε και γι
αυτόν φαγητό στο πεζούλι. Κι αυτός της άφηνε ένα λουλούδι. «Δεν είναι απόδειξη
τα λουλούδια» είχε πει η αστυνομία.
14 Φλεβάρη το λουλούδι ήταν
κόκκινο. Τότε ήταν που η Αγάθη μπήκε για πρώτη φορά στο ερειπωμένο σπίτι. Που
είδε με τα μάτια και τα χέρια της το κορμί του Ντίμη. Που έσμιξαν παθιασμένα
στο σκονισμένο μωσαϊκό. Με το κόκκινο άνθος του Ιβίσκου στα μαλλιά και με ένα
γλυκό κάψιμο σε όλο της το κορμί αποχαιρέτισε τον εραστή της χωρίς να ξέρει ότι
ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε.
Το επόμενο πρωί και με τα
σημάδια από το σμίξιμό τους ακόμα φανερά στο στήθος και τους μηρούς της πήγε
πάλι στο σπίτι. Αλλά τα μάτια δεν ήταν εκεί. Κι ούτε υπήρχε λουλούδι το επόμενο
πρωί. Είχε πάει στην αστυνομία. Λάθος.
Κι ας ήξερε.
Αυτές τις τελευταίες βδομάδες
είχε δει τις χειρότερες πλευρές των ανθρώπων. Αδιαφορία. Απαξίωση. Λασπολογία.
Εξευτελισμός. Στο τμήμα την αντιμετώπιζαν όλοι σαν μια γραφική μισότρελη
φιγούρα. Άλλοτε ειρωνικά, άλλοτε απαξιωτικά, καμιά φορά με οίκτο. Η υπόθεση
εξαφάνισης ενός νεαρού άστεγου αγνώστων στοιχείων που είχε εγκατασταθεί
παράνομα σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι ήταν καμένο χαρτί. Το γεγονός ότι όλες
οι πληροφορίες γι αυτόν προέρχονταν από την «τρελή με τις γάτες», που μάλιστα
δήλωνε ερωμένη του, της έδινε μια σουρεαλιστική νότα.
Κάπου εκεί είχαν τσιμπήσει και
τα κανάλια. Και η Αγάθη τους άφησε να εισβάλουν στη ζωή της. Στην αρχή με την
ελπίδα ότι θα τη βοηθούσαν. Έπειτα γιατί δε μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Τα κανάλια ήταν πιο πρόθυμα από
την αστυνομία να εξετάσουν τα λεγόμενά της. Εισέβαλαν με κάμερες στο ερειπωμένο
σπίτι. Ρώτησαν γείτονες και περαστικούς. Αρκετοί ήξεραν την Αγάθη. "Μια
ακίνδυνη τρελή" είπαν. "Ταΐζει τις γάτες τα χαράματα". "Όχι,
δεν είδαμε ποτέ κανέναν στο σπίτι" και "Χρόνια τώρα είναι
άδειο". Κανείς δεν είχε δει τον Ντίμη, τον άστεγο με τα εκφραστικά μάτια,
όπως τον αποκαλούσαν στις εφημερίδες.
Ακολούθησαν ζωντανές εκπομπές,
αναπαραστάσεις των ερωτικών σκηνών, κυκλοφόρησαν σκίτσα του άγνωστου άντρα.
Ταυτόχρονα η Αγάθη έγινε αντικείμενο σάτιρας και αισχρών αστείων. Ακούστηκε ότι
συνουσιαζόταν με τα αδέσποτα. Ότι έβγαινε στους δρόμους γυμνή. Ότι τον σκότωσε η
ίδια και τον τάισε στις γάτες.
Επιτέλους όμως την είχαν αφήσει
ήσυχη. Κι η Αγάθη ήξερε.
Τις μέρες έψαχνε στους δρόμους.
Στο σπίτι κοντά στις γραμμές. Σε γιαπιά και εγκαταλελειμμένα σπίτια.
Τις νύχτες έψαχνε τα σημάδιά
του στο κορμί της. Ένοιωθε ξανά και ξανά τα ρίγη από την ένωσή τους.
Έψαχνε στις εφημερίδες. Ρώταγε
άστεγους. Περαστικούς. Τις τελευταίες μέρες ρώταγε τις γάτες που τρίβονταν στις
γάμπες της. Δε θυμόταν πια τα μάτια του. Κι όταν έκλεινε τα δικά της δε μπορούσε
πια να νοιώσει το άγγιγμά του.
Η Αγάθη βρέθηκε νεκρή στο σπίτι
της το ξημέρωμα της 6ης Απριλίου. Χωρίς να ξέρει.
Πάνω στον τάφο της κάποιος
άφησε έναν κόκκινο Ιβίσκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου