19.9.09

Τι σκέφτεσαι; #3

Ό,τι δεν καταλαβαίνουμε εμείς το λέμε κινέζικο... Οι Άγγλοι το λένε ελληνικό... Οι Κινέζοι πως το λένε;

Curiosity killed the cat (?)

Αισθανόμουν άβολα. Πάντα αισθανόμουν άβολα όταν με άφηναν μόνη σε ένα ξένο σπίτι. Ακόμη κι αν ο οικοδεσπότης είχε απλά πεταχτεί μέχρι το περίπτερο. Εγώ ποτέ δε θα άφηνα κάποιον μόνο του στο δικό μου σπίτι. Δε μου άρεσε η ιδέα ότι αυτός ο κάποιος θα μπορούσε να ανοίξει τα συρτάρια μου. Να περιπλανηθεί στο σπίτι μου αγγίζοντας τα πράγματα μου. Ανακατεύοντας χαρτιά, ανοίγοντας κλειστές πόρτες.
Και να που τώρα ήμουν μόνη στο σπίτι του Χ. "Σε πέντε λεπτά θα είμαι πίσω" μου είπε και έφυγε τρέχοντας πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ. Έμεινα καθισμένη στον καναπέ. Κοιτώντας τον απέναντι τοίχο. Σταύρωσα τα πόδια μου. Ένα μικρό τρίξιμο ακούστηκε από το ξύλινο πάτωμα. Κράτησα την ανάσα μου. Προσπάθησα να μείνω τελείως ακίνητη. Αισθανόμουν σαν να είχαν περάσει αιώνες από τη στιγμή που έφυγε. Κοίταξα το ρολόι. Δεν είχαν περάσει παρά τρία τέσσερα λεπτά. Μετακινήθηκα πάλι λίγο στον καναπέ.
Ωχ... Ήθελα να πάω στο μπάνιο. Ήξερα που είναι. Σε αυτό το σπίτι είχα έρθει άλλωστε πολλές φορές. Αλλά δε μου άρεσε η ιδέα να σηκωθώ όσο αυτός έλειπε. Προσπάθησα να κρατηθώ. Μάταιος κόπος. Θα ήταν άραγε τόσο κακό να σηκωθώ να πάω μέχρι το μπάνιο;
Σηκώθηκα. Έμεινα όρθια, στην ίδια θέση, για ένα λεπτό, ελπίζοντας ότι να, τώρα θα ανοίξει η πόρτα και θα επιστρέψει. Όμως όχι, ο Χ. δε γύριζε... Πήγα προς το μπάνιο. Με όσο πιο ανάλαφρα βήματα μπορούσα. Και νοιώθοντας τους παλμούς μου να αυξάνονται.
Τα ντουλαπάκια του μπάνιου με προκαλούσαν. Για κάποιο άγνωστο λόγο είχα μια επιθυμία να τα ανοίξω. Τι περίμενα να βρω; Γιατί γινόμουν τόσο ανόητη; Τόσο αδιάκριτη; Κατανίκησα την περιέργεια μου και γύρισα στο σαλόνι. Κάθισα στη θέση μου για πέντε περίπου λεπτά, αδειάζοντας το μυαλό μου. Κοίταξα το ρολόι. Που ήταν επιτέλους;
Έριξα μια ματιά στη βιβλιοθήκη. Δε φορούσα τα γυαλιά μου και δε μπορούσα να διαβάσω τους τίτλους. Να σηκωθώ; Ξανακοίταξα το ρολόι. Κοίταξα το δευτερολεπτοδείκτη μέχρι να κάνει μια πλήρη περιστροφή. Κι έπειτα άλλη μία. Σηκώθηκα. Πλησίασα τη βιβλιοθήκη και άρχισα να διαβάζω τους τίτλους των βιβλίων. Πέρασα το δάχτυλο μου από τη ράχη ενός λεξικού. Κοίταξα το δάχτυλο μου. Τι έψαχνα;
Νόμισα ότι άκουσα έναν ήχο στην πόρτα. Κράτησα την ανάσα μου. Οι χτύποι της καρδιάς μου έγιναν πιο δυνατοί. Να γυρίσω γρήγορα στον καναπέ; Ή αυτό θα φαινόταν πιο περίεργο; Αποφάσισα να μείνω εκεί. Θα του έλεγα ότι σηκώθηκα να ρίξω μια ματιά στα βιβλία. Και αυτό δεν έκανα άλλωστε;
Μια πόρτα ακούστηκε να κλείνει. Τελικά πρέπει να ήταν κάποιος γείτονας...
Γύρισα στον καναπέ. Δε μπορούσα όμως να χαλαρώσω. Ξανασηκώθηκα και πήρα ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη. Ήταν το "Όνομα του Ρόδου", του Έκο. Το ήξερα απ' έξω αυτό το βιβλίο. Το ξεφύλλισα αναζητώντας την περιγραφή της βιβλιοθήκης. Διάβασα μερικά κομμάτια στην τύχη. Διάβασα ξανά το τέλος.
Όταν σήκωσα τα μάτια μου είχε σκοτεινιάσει. Μα, που ήταν επιτέλους; Πλέον αισθανόμουν πιο άνετα στο σπίτι. Ακούμπησα το βιβλίο στον καναπέ και σηκώθηκα να ανάψω το φως. Έκανα μια βόλτα στο χώρο. Έριξα μια ματιά στον καθρέφτη. Ίσιωσα τον πάκο με τα φυλλάδια δίπλα στο τηλέφωνο. Σήκωσα το τηλέφωνο, το έφερα στο αυτί μου. Τι έκανα; Γύρισα στον καναπέ, πήρα το κινητό από την τσάντα μου και κάλεσα το κινητό του Χ.
Από το δίπλα δωμάτιο ακούστηκε ένα κινητό να χτυπάει. Όχι... Δεν το είχε πάρει μαζί του. Έκλεισα το κινητό και ο ήχος σταμάτησε. Πήγα προς την κουζίνα. Το κινητό του ήταν πράγματι ακουμπισμένο στο τραπέζι. "1 αναπάντητη κλήση" έγραφε στην οθόνη. Το πήρα στα χέρια μου, το ξεκλείδωσα. Κλίκαρα μέχρι να εμφανιστεί το νούμερό μου στην οθόνη. Το ξανακλείδωσα και το άφησα στο τραπέζι.
Άνοιξα το ψυγείο και έριξα μια αφηρημένη ματιά. Μύρισα το κουτί με το χυμό. Μέτρησα τα αυγά. Έκλεισα το ψυγείο και γύρισα στο σαλόνι, στον καναπέ. Ξανασηκώθηκα για να πάω στο μπαλκόνι. Έριξα μια ματιά στο δρόμο. Ένα αυτοκίνητο πέρασε. Σε λίγο άλλο ένα. Ένα μηχανάκι. Έμεινα εκεί μέχρι που μέτρησα δέκα αυτοκίνητα. Ξαναμπήκα μέσα. Πήγα μέχρι την εξώπορτα και την άνοιξα. Την ξανάκλεισα. Γύρισα στον καναπέ. Έπιασα ένα από τα τετράδια που ήταν πάνω στο τραπεζάκι. Σημειώσεις για τη σχολή. Το τηλέφωνο κάποιου Νίκου. Αφηρημένα σχέδια. Η λέξη "κοινόχρηστα" κυκλωμένη πέντε-έξι φορές...
Ωχ! Είχα κάνει χαζομάρα με το κινητό... Αν ο Χ. έβλεπε στις κλήσεις του τον αριθμό μου; Αν καταλάβαινε ότι είχα ανοίξει το κινητό του; Πήγα μέχρι την κουζίνα και το πήρα. Μπήκα στο αρχείο των κλήσεων με χέρια που έτρεμαν και έψαξα να δω αν μπορούσα να τη σβήσω. Ουφ! Ευτυχώς τα κατάφερα. Ξανακλείδωσα το κινητό και το άφησα στη θέση του.
Ξαναέπιασα το κινητό. Μπήκα στα μηνύματα. Διάβασα μερικά. Δε βρήκα τίποτε ιδιαίτερο. Ένα δικό μου μήνυμα, μερικά μηνύματα από τον κολλητό του, την Μαρία και κάποια Γιώτα που του έλεγε ότι θα αργήσει δέκα λεπτά γιατί έχασε το λεωφορείο…
Άνοιξα το φάκελο με τα εξερχόμενα. Το πιο πρόσφατο έγραφε «Είναι εδώ. Θα της πω ότι πρέπει να λείψω για πέντε λεπτά. Έλα.»
Πέταξα το κινητό στο πάτωμα και έτρεξα στο σαλόνι. Άρπαξα την τσάντα μου, άνοιξα την εξώπορτα και έτρεξα στις σκάλες αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα πίσω μου. Φτάνοντας στο ισόγειο άκουσα την πόρτα του ασανσέρ να ανοίγει μερικούς ορόφους πιο πάνω. «Που πήγε η καριόλα;» ακούστηκε μια φωνή.
Δεν περίμενα να ακούσω άλλα. Άρχισα να τρέχω.

Μια σούπερ ατυχία

Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ παλιά και όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε ένα αγόρι, που το έλεγαν Σπύρο. Ο Σπύρος ήταν ένα αγόρι σχεδόν ...