22.8.10

Ειδωλολατρεία

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε όταν ξύπνησε ήταν η αντανάκλασή της στο μεγάλο καθρέφτη. Όπως κάθε πρωί, έτσι και σήμερα, τεντώθηκε κρατώντας τα μάτια της καρφωμένα στο είδωλό της, παρατηρώντας το χώρο μέσα από τον καθρέφτη. Συνέχισε να κοιτιέται σε αυτόν όσο ντυνόταν. Όσο χτένιζε τα μακρυά μαλλιά της. Ανάμεσα από τις καστανοκόκκινες τούφες που έπεφταν στα μάτια της. Έριξε μια τελευταία ματιά πριν βγει από το δωμάτιο. Επέστρεψε – όπως κάθε μέρα άλλωστε – για να κάνει μια τελευταία στροφή.
Δεν έδωσε καμιά σημασία στον καθρέφτη του σαλονιού. Στάθηκε πλάτη στον καθρέφτη του ασανσέρ. Ποτέ της δε στάθηκε να καθρεφτιστεί σε μια βιτρίνα. Στο τζάμι του μετρό. Ποτέ δεν κουβάλησε καθρεφτάκι στην τσάντα της.
Δεν ήταν ερωτευμένη με το είδωλό της, όπως της είχε πει εκείνος ο γκόμενος κάποτε, όταν είχε δει την πρωινή της ιεροτελεστία μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη.
Για την ακρίβεια δεν ήταν ερωτευμένη με όλα τα είδωλά της. Παρά μόνο με κείνο που έβλεπε στον μεγάλο καθρέφτη.
Οι καθρέφτες στα δοκιμαστήρια την έδειχναν χοντρή. Άχαρη. Κανένα ρούχο δε φαινόταν να της πηγαίνει όταν κοιταζόταν σε κείνα τα θλιβερά κομμάτια καθρέφτη. Κολλημένα σε έναν τοίχο. Χωρίς κορνίζα.
Τα μαλλιά της δεν είχαν ποτέ το σωστό χρώμα στους καθρέφτες των κομμωτηρίων. Ούτε το σωστό μήκος. Το σωστό χτένισμα.
Στο μεγάλο καθρέφτη του δωματίου όμως όλα ήταν σωστά. Όπως θα έπρεπε να είναι. Όπως αισθανόταν ότι είναι.
Μακρυά από αυτόν τον καθρέφτη ένοιωθε μακρυά από εκείνη την ίδια. Τις ώρες που έλειπε από το σπίτι της έλειπε και η αντικειμενική ματιά του.
Παλιότερα οι διακοπές ήταν εφιάλτης. Και όχι μόνο γιατί πια δεν ήξερε πώς πραγματικά έμοιαζε. Όχι γιατί δεν ήξερε πια αν της πηγαίνει το κόκκινο φουστάνι . Ή αν τα μαλλιά της εξακολουθούσαν να έχουν αυτό το βαθύ καστανοκόκκινο χρώμα. Όχι. Υπέφερε γιατί ένοιωθε σαν να είχε αφήσει πίσω ένα κομμάτι του εαυτού της.
Πλέον είχε σταματήσει τα ταξίδια. Και τις περιττές εξόδους. Έβγαινε βέβαια για να πάει στη δουλειά της. Για να ψωνίσει. Για κανέναν καφέ με τις φίλες της. Αλλά όταν αγαπάς κάποιον δε θες να τον αφήνεις και πολύ μόνο του, έτσι δεν είναι; Το είδωλο της έγνεφε καταφατικά σε αυτήν την ερώτηση.
Γυρνώντας σπίτι εκείνο το απόγευμα έκανε το λάθος να κοιταχτεί στον καθρέφτη του ασανσέρ. Έκανε ένα μορφασμό όλο αποστροφή προς τη γυναίκα που την κοιτούσε μέσα από το γυαλί. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια μετρώντας τα 15 δευτερόλεπτα που χρειαζόταν για να φτάσει στον όροφο της. Άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ και βγήκε αποφεύγοντας να ξανακοιτάξει το τζάμι.
Μπαίνοντας στο σπίτι έτρεξε στον καθρέφτη της. Ευτυχώς. Όλα ήταν όπως τα ήξερε. Όπως έπρεπε να είναι. Όπως άλλωστε αισθανόταν ότι είναι.
Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπο της. Δεν άντεχε άλλο να αμφισβητεί συνέχεια το ποια είναι. Κουλουριάστηκε στο πάτωμα μπροστά στον καθρέφτη. Ακούμπησε το μάγουλό της στο κρύο τζάμι. Και το ένοιωσε ζεστό.
Ένοιωσε μια ζεστασιά εκεί, κολλημένη πάνω στον καθρέφτη. Ένοιωσε ήρεμη και γαλήνια. Και το κυριότερο. Έπαψε να νοιώθει μόνη.
Ένα χέρι την ακούμπησε στην πλάτη. Τη χάιδεψε απαλά. Την κράτησε μέχρι που σταμάτησαν οι λυγμοί.
Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε δειλά προς τον καθρέφτη. Το είδωλό της ήταν καθισμένο δίπλα της, έχοντας το χέρι του περασμένο στον ώμο της. Χαμογελώντας με κατανόηση. Της σκούπισε τα δάκρυα.
Τσίριξε!
Τσίριξε και με σπασμωδικές κινήσεις προσπάθησε να απελευθερωθεί από αυτό το ξένο – κι όμως δικό της – χέρι. Πισωπάτησε και απομακρύνθηκε. Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι. Κρατώντας πάντα τα μάτια της καρφωμένα στη γυναίκα μες στον καθρέφτη.
Εκείνη σηκώθηκε ήρεμα και με χάρη. Χαμογέλασε καλοσυνάτα και ανέβηκε κι αυτή στο κρεβάτι. Απ’ τη δική της πλευρά του καθρέφτη. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στην κοπέλα που κοιτούσε πανικόβλητη κι έγινε πάλι το είδωλό της.
Έμεινε παγωμένη σε αυτή τη θέση. Κοιτώντας πάντα την άλλη. Έγειρε λίγο το κεφάλι της. Το είδωλό της ακολούθησε την κίνηση. Δειλά σήκωσε και το χέρι της. Η γυναίκα στον καθρέφτη έκανε το ίδιο. Με αργές κινήσεις κατέβηκε από το κρεβάτι μένοντας όσο μπορούσε πιο μακρυά από τον καθρέφτη. Και κοιτώντας πάντα προσεχτικά τη γυναίκα πίσω από το γυαλί.
Βγήκε από το δωμάτιο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Άρπαξε την τσάντα της και βγήκε από το σπίτι. Κράτησε την πλάτη της γυρισμένη στον καθρέφτη του ασανσέρ. Νοιώθοντας δυο πύρινα μάτια να την καρφώνουν. Σε σχεδόν αλλόφρονη κατάσταση βγήκε στο δρόμο. Περπάτησε για λίγο χωρίς κι αυτή να ξέρει που πάει.
Για πρώτη φορά παρατήρησε πόσες επιφάνειες υπήρχαν που μπορούσε να καθρεφτιστεί κάποιος. Χιλιάδες μάτια – δικά της μάτια – την κοίταζαν από όλες τις λείες γυαλιστερές επιφάνειες που προσπερνούσε. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που την τρόμαζε. Άρχισε να τσιρίζει και να τρέχει στο δρόμο.

Πέντε μέρες αργότερα η εξαφάνιση της έγινε θέμα στα κανάλια. Εφτά μέρες αργότερα ξεχάστηκε. Και όλοι αγνόησαν τις τρεις λέξεις που βρέθηκαν γραμμένες στη σκόνη του καθρέφτη...

Ο λεκές στα σκαλοπάτια

Τα παιδιά είχαν νοικιάσει ένα σπίτι ούτε τρία τετράγωνα παρακάτω. Ένα ρετιρέ, με απίστευτη βεράντα. Και τόσο κοντά. Θα μπορούσε να τους βλέπει πλέον όσο συχνά ήθελε.
Έτσι και τώρα είχε αποφασίσει να περάσει να πει ένα γεια. Να κάνει ένα διάλειμμα.
Χτύπησε το κουδούνι. Σαν να άργησαν λίγο να ανοίξουν. 13 σκαλοπάτια. Για κάποιο λόγο όλες οι παλιές πολυκατοικίες έχουν συνολικά 13 σκαλοπάτια πριν το ασανσέρ. Και στη δικιά της τόσα είχε.
Στο έβδομο σκαλοπάτι υπήρχε ένας λεκές. Και στο όγδοο. Έμοιαζε με αίμα. Πλησίασε να το δει καλύτερα. Δε μπορεί να ήταν μπογιά. Ήταν όντως αίμα. Μόνο σε αυτά τα δυο σκαλιά. Περίεργο...
- Τι είναι αυτά τα αίματα στα σκαλοπάτια; ρώτησε μόλις μπήκε στο σπίτι.
Κατά βάθος πρέπει να περίμενε να ακούσει καμιά περίεργη, ενδιαφέρουσα ιστορία. Τα παιδιά όμως δεν είχαν ακούσει τίποτε. Ούτε φασαρία, ούτε ασθενοφόρο...



- Μήπως απλά άνοιξε η μύτη κάποιου;
Μα, τόσο αίμα; Σύντομα πάντως ξέχασε και το αίμα και τις ιστορίες που είχε αρχίσει να πλάθει στο μυαλό της. Και δεν το θυμήθηκε παρά όταν έφτασε πια η ώρα να φύγει. Ένας παράξενος φόβος την έπιασε στην ιδέα να αντικρύσει ξανά τα ματωμένα σκαλοπάτια. Ανόητες φοβίες, αλλά αλήθεια είχε ένα κακό προαίσθημα.
Η Βιργινία είτε γιατί το κατάλαβε, είτε απλά από περιέργεια, προθυμοποιήθηκε να κατέβει μαζί της να δει κι αυτή το λεκέ.
Όσο το ασανσέρ κατέβαινε, τόσο αυξάνονταν οι χτύποι της καρδιάς της. Ανάμεσα από τις ξύλινες πόρτες του ασανσέρ έβλεπε τους ορόφους να εναλάσσονται και σαν να περίμενε ένα ποτάμι από αίμα να αρχίσει να χύνεται μέσα στο φρεάτιο.
Προσπαθώντας να σταματήσει να αυθυποβάλλεται άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ. Κοίταξε τα σκαλιά. Ήταν καθαρά. Πλησίασε να δει αν υπήρχε κάποιο ίχνος. Δε φαινόταν τίποτε. Ούτε καν τίποτε που να δείχνει ότι τα σκαλιά καθαρίστηκαν πρόσφατα.
- Κάποιος θα τα καθάρισε, μουρμούρισε η Βιργινία.
Δεν υπήρχε νόημα να το αμφισβητήσει. Οι λεκέδες αίματος δεν εξαφανίζονται διά μαγείας.
Γυρνώντας σπίτι εξακολούθησε να πλάθει σενάρια, με αποτέλεσμα να διασχίσει σχεδόν τρέχοντας τα τελευταία μέτρα από το φόβο της. Κι αν υπήρχε αίμα και στα δικά της σκαλοπάτια;
Μέχρι να μπει στο διαμέρισμα και να κλειδώσει την πόρτα πίσω της της είχε κοπεί η ανάσα.
Πέρασε ένα πολύ δύσκολο βράδυ. Γεμάτο εφιάλτες. Κι οι ώρες που πέρασε ξύπνια ήταν ακόμη πιο εφιαλτικές, καθώς φοβόταν και να κινηθεί μέσα στο σκοτάδι του δωματίου.
Στο φως της μέρας όλα αυτά φαίνονταν αρκετά ανόητα, αλλά παρ' όλα αυτά, απέφυγε τις επισκέψεις στα παιδιά εκείνο το Σαββατοκύριακο. Μέχρι τη Δευτέρα.
Ήταν περίπου 11 το βραδυ κι ο δρόμος σχεδόν άδειος. Πηγαίνοντας σκεφτόταν πάλι τα ματωμένα σκαλοπάτια. Ανατρίχιαζε ελαφρά πλάθοντας εικόνες. Μια κοπέλα με ματωμένη μύτη. Ένας άντρας που κουβαλάει ένα σφαγμένο αρνί. Ένα παιδάκι με πληγωμένα γόνατα. Εικόνες συνοδευόμενες από το υπόκωφο πλιτς που κάνουν οι σταγόνες του αίματος όταν προσγειώνονται στο μάρμαρο...
Για κάποιο λόγο ανυπομονούσε να φτάσει στα σκαλιά. Και σχεδόν ήλπιζε να δει τον λεκέ.
Κι ο λεκές ήταν πράγματι εκεί. Στο έβδομο και το όγδοο σκαλοπάτι. Ανοιγόκλεισε τα μάτια αλλά ο λεκές παρέμεινε στη θέση του. Θα έπαιρνε όρκο ότι οι σταγόνες σχημάτιζαν το ίδιο ακριβώς μοτίβο. Ότι ήταν ο ίδιος ακριβώς λεκές. Αλλά αυτό θα ήταν ανοησία.
Ένα νέο ρίγος την έκανε να απομακρυνθεί βιαστικά από τα σκαλιά και να μπει στο ασανσέρ όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μέχρι να φτάσει στον 5ο είχε κάπως ηρεμήσει.
- Ρε παιδιά, ποιον σφάξανε πάλι στα σκαλιά σας; είπε, καταφέρνοντας να ακουστεί σχεδόν χαλαρή.
Τους είπε ότι πάλι υπήρχαν αίματα στα σκαλιά. Δεν ανέφερε βέβαια τη θεωρία της για το ότι επρόκειτο για τον ίδιο ακριβώς λεκέ. Η βραδιά αναλώθηκε με σουρεαλιστικές sci-fi λύσεις για τον μυστηριώδη λεκέ. Και για τα λοιπά μυστήρια της πολυκατοικίας. Δυστυχώς όμως, για άλλη μια φορά, η μυστηριώδης καθαρίστρια είχε εξαφανίσει τον λεκέ, όπως τους πληροφόρησε η Αργυρώ που ήρθε αργότερα. Πριν προλάβουν να κάνουν τη χημική ανάλυση που συζητούσαν.
Κατά τις τέσσερις το πρωί αποφάσισε ότι ήταν ώρα πια να γυρίσει σπίτι. Κατέβηκε με το ασανσέρ χωρίς ταχυπαλμίες και περίεργες σκέψεις. Και κοίταξε γενναία τα σκαλοπάτια. Κανένας λεκές δεν ήταν εκεί! Ένοιωσε μια ευχάριστη ανακούφιση. Τόσο που άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά με μικρά πηδηματάκια. Κι εκεί στο όγδοο σκαλί παραπάτησε. Το πόδι της γλίστρησε κι ένοιωσε να πέφτει. Και στα λίγα δευτερόλεπτα που της απέμεναν είδε σαν σε ταινία τον εαυτό της να πέφτει. Και το κεφάλι της να χτυπάει στο όγδοο σκαλοπάτι. Αφήνοντας έναν ματωμένο λεκέ. Που θα έπαιρνε όρκο ότι οι σταγόνες σχημάτιζαν το ίδιο ακριβώς μοτίβο. Τον ίδιο ακριβώς λεκέ.

Μια σούπερ ατυχία

Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ παλιά και όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε ένα αγόρι, που το έλεγαν Σπύρο. Ο Σπύρος ήταν ένα αγόρι σχεδόν ...