24.8.18

Μια σούπερ ατυχία


Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ παλιά και όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε ένα αγόρι, που το έλεγαν Σπύρο. Ο Σπύρος ήταν ένα αγόρι σχεδόν σαν όλα τα άλλα. Είχε μαύρα μαλλιά, μονίμως αχτένιστα, και μεγάλα γαλάζια μάτια. Πήγαινε στην πρώτη Δημοτικού και καθόταν στο τρίτο θρανίο. Του άρεσε το ποδόσφαιρο και τα μακαρόνια με κιμά. Τι ήταν όμως αυτό που τον έκανε διαφορετικό από όλα τα άλλα παιδιά;

Η αλήθεια είναι ότι ο Σπύρος είχε ένα μεγάλο μυστικό…

Σσσσςςς… Μην το πείτε σε κανέναν...

Ο Σπύρος είχε σούπερ δυνάμεις! Αλήθεια! Μπορούσε να παγώνει το χρόνο όποτε ήθελε! Κροτάλιζε τα δάχτυλά του και όλα τριγύρω σταματούσαν να κινούνται. Τα ρολόγια πάγωναν, άνθρωποι και ζώα έμεναν ακίνητοι σαν αγάλματα, και μόνο αυτός, άρχοντας του χρόνου, μπορούσε να κόβει βόλτες και να κάνει ό,τι θέλει.

Όπως κάθε σωστός σούπερ ήρωας είχε φυσικά και μια φανταστικοαπίθανη στολή! Πράσινη και πορτοκαλί φόρμα, με μπέρτα, μάσκα και απ’ όλα! Και ένα ρολόι για σήμα!
Και φυσικά χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις του στην υπηρεσία του καλού!
Εκτός δηλαδή από μερικές φορές… Να, όπως εκείνο το πρωί που έβρεχε και έκανε κρύο. Και η μαμά του του φώναζε να σηκωθεί γιατί θα αργούσε στο σχολείο. Ακόμα και οι σούπερ ήρωες όμως κρυώνουν! Και νυστάζουν! Και θέλουν να κοιμηθούν πέντε λεπτάκια παραπάνω. Ένα κλικ με τα δάχτυλα αρκούσε για να παγώσει ο χρόνος και ο μικρός ήρωας να χουζουρέψει με την ησυχία του λίγο ακόμα μέσα στα σκεπάσματα.
Ο Σπύρος καμιά φορά χρησιμοποιούσε τις υπερδυνάμεις του και στο σχολείο. Αν τύχαινε η δασκάλα να τον ρωτήσει κάτι που δε θυμόταν «τσουπ» πάγωνε το χρόνο και κρυφοκοίταζε στο βιβλίο την απάντηση. Αλλά αυτό δεν το έκανε συχνά γιατί οι σωστοί υπερήρωες είναι καλοί μαθητές και διαβάζουν τα μαθήματά τους. Και δε χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους για να κοροϊδέψουν τους δασκάλους.
Στα παιχνίδια όμως είχε πολύ πλάκα να είσαι σούπερ ήρωας! Ειδικά στο κυνηγητό! Ο Σπύρος ήταν ανίκητος όχι γιατί ήταν ιδιαίτερα γρήγορος… Αλλά μόλις πήγαινε κάποιος να τον πιάσει αυτός «βζουτ» πάγωνε το χρόνο και έτρεχε πέντε μέτρα παρακάτω.
Αφήστε τις πλάκες που μπορούσε να σκαρώνει! Ακόμα θυμάται το μπουγέλο. Τότε που σταμάτησε το χρόνο και έβαλε μια τεράστια νερόμπομπα πάνω από το κεφάλι του Γιωργάκη. Μόλις ο χρόνος άρχισε και πάλι να κυλάει ο Γιωργάκης δεν ήξερε από πού του ήρθε. Πόσο πλάκα είχε.
Αλήθεια, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο χρήσιμη ήταν η σούπερ δύναμη του Σπύρου κάθε μέρα. Πιστέψτε με όμως, τον είχε βοηθήσει εκατοντάδες φορές. Να προλάβει το λεωφορείο! Να πιάσει τη μπάλα πριν σπάσει το μεγάλο βάζο του σαλονιού. Να κρύψει τα κόμιξ του πριν τα κάνει φύλλο και φτερό το μικρό του ξαδερφάκι. Να προλάβει να φάει την τυρόπιτα πριν τελειώσει το διάλειμμα. Ακόμη και να πάει στο μπάνιο χωρίς να χάσει λεπτό από την αγαπημένη του παιδική σειρά!
Αλλά όλα αυτά δεν είναι τίποτε μπροστά στην ηρωική δράση του μικρού Σπύρου! Όταν ήταν ακόμη μόλις πέντε χρονών έσωσε τον γάτο τους που έπεσε από το δέντρο της αυλής. Ο ήρωας μας εκείνη την ώρα έτρωγε αμέριμνος τα δημητριακά του, όταν με την άκρη του ματιού του είδε τον γάτο να παραπατά. Με αυτοθυσία άφησε το κουτάλι και κροτάλισε τα δάχτυλα του. «Κλικ» και ο χρόνος σταμάτησε με το γάτο ακίνητο λίγα μόλις εκατοστά από το έδαφος. Ο Σπύρος φορώντας τις πράσινες με πορτοκαλί πυτζάμες του – έτσι διάλεξε και τα χρώματα για τη σούπερ στολή του – βγήκε στην αυλή, έπιασε το γάτο και τον ακούμπησε μαλακά στο έδαφος. Η αποστολή ολοκληρώθηκε με πλήρη επιτυχία. Ο γάτος ήταν σώος και ασφαλής, αν και λίγο μπερδεμένος, και τα δημητριακά ήταν ακόμα τραγανά!
Κάπως έτσι ξεκίνησε την καριέρα του υπερήρωα ο μικρός Σπύρος. Και φυσικά έκανε πολλά ακόμα κατορθώματα. Έσωσε ποτήρια από σίγουρες πτώσεις, μπάλες που θα κυλούσαν στο δρόμο και ένα σωρό άλλα ηρωικά πράγματα! Ήταν σίγουρος ότι όταν μεγάλωνε θα του έδιναν έναν ασύρματο και θα τον ειδοποιούσαν κάθε φορά που οι άνθρωποι χρειαζόντουσαν τις σούπερ δυνάμεις του!
Όμως, ίσως να μην είναι πάντα ευχάριστο να είσαι σουπερήρωας... Ακόμα και οι ήρωες βλέπετε έχουν μερικές ατυχίες. Σούπερ ατυχίες!
Όλα ξεκίνησαν την ημέρα του πάρτυ για τα έβδομα γενέθλια του μικρού Σπύρου. Τα σχολεία είχαν κλείσει, το απόγευμα θα έρχονταν οι φίλοι του από το σπίτι και η τούρτα θα ήταν παγωτό σοκολάτα. Σούπερ! Ο Σπύρος ανυπομονούσε και ευχόταν να μπορούσε να κάνει το χρόνο όχι μόνο να σταματάει, αλλά και να κυλάει πιο γρήγορα.
Το απόγευμα επιτέλους έφτασε και οι φίλοι του Σπύρου άρχισαν να φτάνουν ένας ένας. Κι όλοι του έφερναν δώρα! Μικρά και μεγάλα κουτιά με πολύχρωμα περιτυλίγματα. Ο Σπύρος προφανώς ήθελε να τα ανοίξει όλα στη στιγμή, αλλά η μαμά του του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα από αυτά που σημαίνουν «αυτό που λέω εγώ!» ή «κανόνισε την πορεία σου κακομοίρη μου» και τελικά όλα τα δώρα μαζεύτηκαν στο στρογγυλό τραπέζι του σαλονιού. Το πάρτυ ήταν απίθανο! Είχε μουσική, αναψυκτικά, απίθανα μεζεδάκια και πολύ παιχνίδι. Δεκαπέντε παιδάκια τρέχανε πάνω κάτω με γέλια και φωνές. Και ο Σπύρος ήταν σούπερ ευτυχισμένος.
Μέχρι που ήρθε η ώρα για την τούρτα. Την υπέροχη τούρτα σοκολάτα παγωτό με τις φράουλες και τη σαντιγύ. «Ελάτε όλοι στο σαλόνι για την τούρτα» φώναξε ο μπαμπάς κι αμέσως παιδάκια, γονείς και γιαγιαδοπαππούδες μαζεύτηκαν γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Ο μπαμπάς κρατούσε τη φωτογραφική μηχανή και η μαμά το δίσκο με την τούρτα και τα αναμμένα κεράκια.
Τι τέλεια που ήταν! Να! Αυτή ήταν μια στιγμή που άξιζε να σταματήσει ο χρόνος και να κρατήσει για πάντα. Και «κλικ» ο μικρός ήρωας σταμάτησε το χρόνο για να απολαύσει με την ησυχία του το πιο υπέροχο πάρτυ γενεθλίων. Πλησίασε και κοίταξε την τούρτα. Φαινόταν τόσο λαχταριστή. Χοροπήδησε ενθουσιασμένος ανάμεσα στους καλεσμένους που είχαν παγώσει με μια έκφραση χαράς στο πρόσωπο τους και κοίταξε με θαυμασμό τη στοίβα με τα δώρα! Αν άνοιγε μονάχα ένα; Ποιός θα το καταλάβαινε; Διάλεξε ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο κουτί με πράσινο φιόγκο και το ξετύλιξε βιαστικά. Ουάου! Ένα επιτραπέζιο παιχνίδι! Τι θα πείραζε αν άνοιγε ακόμα ένα; Το δεύτερο πακέτο είχε μέσα αυτοκινητάκια. Το τρίτο νερομπογιές και πινέλα. Στο τέταρτο πακέτο... στο τέταρτο πακέτο σταμάτησε για να μην τον πάρουν χαμπάρι. Και βιαστικά ξανατύλιξε όσο καλύτερα μπορούσε τα δώρα και τα ξανάβαλε στη στοίβα.
Ο Σπύρος έριξε μια ματιά στο χώρο. Όλα φαινόντουσαν όπως πριν. Ώρα να ξαναρχίσει το πάρτυ, σκέφτηκε και ο χρόνος ξεπάγωσε.
Όμως κάτι είχε πάει στραβά... Κάτι είχε πάει πολύ στραβά! Ένα από τα αυτοκινητάκια είχε βρεθεί ακριβώς κάτω από το πόδι της μαμάς του. Της μαμάς του που κουβαλούσε την τούρτα του με τα εφτά κεράκια. «Ααααα!» φώναξε η μαμά του γλιστρώντας. «Σπλατς» έκανε η τούρτα και προσγειώθηκε στο πάτωμα. «Ωωωωχ!» έκανε ο μπαμπάς προσπαθώντας να πιάσει τη μαμά και πέφτοντας με τη σειρά του φαρδύς πλατύς κάτω. «Ιιιιιι!» έκανε η θεία Ευταξία τρομάζοντας και πέφτοντας πάνω στο τραπέζι με τα δώρα. «Κρατς» έκανε το πιο μεγάλο πακέτο από τα δώρα, εκείνο με τον κόκκινο φιόγκο που του είχε φέρει η νονά του.
Και μετά ησυχία. Όλοι οι καλεσμένοι κοιτούσαν την καταστροφή χωρίς να μιλάνε. Ο Σπύρος ένοιωσε δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια του. Όλα είχαν πάει στραβά. Ήταν τα πιο απαίσια γέννεθλια.
Τότε η Ράνια, η φίλη του από το σχολείο, πλησίασε την στραπατσαρισμένη τούρτα και με το δάχτυλό της δοκίμασε τη σοκολάτα. «Σούπερ» είπε και οι φίλοι του έσκυψαν να δοκιμάσουν κι αυτοί. Οι μεγάλοι έβαλαν τα γέλια. «Σούπερ» λοιπόν είπε κι ο Σπύρος! Τα γενέθλια είναι πάντα σούπερ όταν έχεις σούπερ φίλους!

Η γυναίκα που τάιζε τις γάτες


Ο Ντίμης δεν υπήρξε ποτέ. Αυτή ήταν η επίσημη στάση της αστυνομίας. Αυτό το εύλογο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν όλοι.
Όμως η Αγάθη ήξερε.
Όταν απευθύνθηκε για πρώτη φορά στην αστυνομία της είπαν ότι ήταν νωρίς. Ότι έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον 72 ώρες πριν κηρυχθεί κάποιος αγνοούμενος.
Κι όταν πέρασαν 72 κι άλλες 72 ώρες τη σύρανε στο τμήμα. Καταθέσεις και κόντρα καταθέσεις, χιλιάδες ερωτήσεις χωρίς νόημα. Την παρέπεμψαν σε ψυχολόγους και ειδικούς. Το θέμα έφτασε σε κανάλια και εφημερίδες. Κακόγουστη φάρσα; Παραληρήματα ενός πειραγμένου μυαλού; Κραυγή βοήθειας από μια μοναχική γεροντοκόρη;
Πρώτη η αστυνομία έκλεισε το φάκελο. Τα δημοσιεύματα σταμάτησαν λίγο αργότερα. Τα κανάλια κάλυψαν για λίγο ακόμα τον κενό τηλεοπτικό τους χρόνο κανιβαλίζοντας την υπόθεση. Ώσπου βαρέθηκαν κι αυτά. Ώσπου η πενηντάχρονη και ο… αόρατος εραστής της έπαψαν να πουλάνε. Κι επιτέλους την άφησαν ήσυχη.
Μόνη. Κουρασμένη από τη στάση αγνώστων και συγγενών. Παραζαλισμένη από συνεδρίες με ειδικούς. Ξεγυμνωμένη και εκτεθειμένη από τους εκπροσώπους των media.
Όμως η Αγάθη ήξερε.
Είχε γνωρίσει τον Ντίμη ανήμερα Πρωτοχρονιά.
Κάθε πρωί συνήθιζε να κατεβαίνει κοντά στις γραμμές και να ταΐζει τα γατιά και τα αδέσποτα. Πολύ πρωί, πριν ξεκινήσει ακόμα ο ηλεκτρικός. Είχε κάτι το μελαγχολικό εκείνη η ώρα. Όπως μελαγχολικά ήταν και τα μάτια του Ντίμη.
Το σπίτι δίπλα στις γραμμές ήταν χρόνια ερειπωμένο και άδειο. Μόνο γάτες τριγύριζαν στην αυλή. Σταμάτησε να αφήσει τις κονσέρβες στο πέτρινο τοιχάκι. Και τότε τον είδε. Πρώτα είδε τα μάτια του, να την κοιτάν μέσα από τις καρφωμένες σανίδες του παραθύρου. Έμεινε εκεί, ακίνητη να τον κοιτάει για μερικά δευτερόλεπτα. «Καλή χρονιά» της ευχήθηκε με μια φωνή βαθιά.
Είχε φύγει τρέχοντας εκείνη τη μέρα. Αναστατωμένη. Αλλά ξαναπήγε, και συνέχισε να πηγαίνει, για μέρες. Τα μάτια ήταν πάντα εκεί. Άρχισαν να ανταλλάσσουν καλημέρες. Πλέον άφηνε και γι αυτόν φαγητό στο πεζούλι. Κι αυτός της άφηνε ένα λουλούδι. «Δεν είναι απόδειξη τα λουλούδια» είχε πει η αστυνομία.
14 Φλεβάρη το λουλούδι ήταν κόκκινο. Τότε ήταν που η Αγάθη μπήκε για πρώτη φορά στο ερειπωμένο σπίτι. Που είδε με τα μάτια και τα χέρια της το κορμί του Ντίμη. Που έσμιξαν παθιασμένα στο σκονισμένο μωσαϊκό. Με το κόκκινο άνθος του Ιβίσκου στα μαλλιά και με ένα γλυκό κάψιμο σε όλο της το κορμί αποχαιρέτισε τον εραστή της χωρίς να ξέρει ότι ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε.
Το επόμενο πρωί και με τα σημάδια από το σμίξιμό τους ακόμα φανερά στο στήθος και τους μηρούς της πήγε πάλι στο σπίτι. Αλλά τα μάτια δεν ήταν εκεί. Κι ούτε υπήρχε λουλούδι το επόμενο πρωί. Είχε πάει στην αστυνομία. Λάθος.
Κι ας ήξερε.
Αυτές τις τελευταίες βδομάδες είχε δει τις χειρότερες πλευρές των ανθρώπων. Αδιαφορία. Απαξίωση. Λασπολογία. Εξευτελισμός. Στο τμήμα την αντιμετώπιζαν όλοι σαν μια γραφική μισότρελη φιγούρα. Άλλοτε ειρωνικά, άλλοτε απαξιωτικά, καμιά φορά με οίκτο. Η υπόθεση εξαφάνισης ενός νεαρού άστεγου αγνώστων στοιχείων που είχε εγκατασταθεί παράνομα σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι ήταν καμένο χαρτί. Το γεγονός ότι όλες οι πληροφορίες γι αυτόν προέρχονταν από την «τρελή με τις γάτες», που μάλιστα δήλωνε ερωμένη του, της έδινε μια σουρεαλιστική νότα.
Κάπου εκεί είχαν τσιμπήσει και τα κανάλια. Και η Αγάθη τους άφησε να εισβάλουν στη ζωή της. Στην αρχή με την ελπίδα ότι θα τη βοηθούσαν. Έπειτα γιατί δε μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Τα κανάλια ήταν πιο πρόθυμα από την αστυνομία να εξετάσουν τα λεγόμενά της. Εισέβαλαν με κάμερες στο ερειπωμένο σπίτι. Ρώτησαν γείτονες και περαστικούς. Αρκετοί ήξεραν την Αγάθη. "Μια ακίνδυνη τρελή" είπαν. "Ταΐζει τις γάτες τα χαράματα". "Όχι, δεν είδαμε ποτέ κανέναν στο σπίτι" και "Χρόνια τώρα είναι άδειο". Κανείς δεν είχε δει τον Ντίμη, τον άστεγο με τα εκφραστικά μάτια, όπως τον αποκαλούσαν στις εφημερίδες.
Ακολούθησαν ζωντανές εκπομπές, αναπαραστάσεις των ερωτικών σκηνών, κυκλοφόρησαν σκίτσα του άγνωστου άντρα. Ταυτόχρονα η Αγάθη έγινε αντικείμενο σάτιρας και αισχρών αστείων. Ακούστηκε ότι συνουσιαζόταν με τα αδέσποτα. Ότι έβγαινε στους δρόμους γυμνή. Ότι τον σκότωσε η ίδια και τον τάισε στις γάτες.
Επιτέλους όμως την είχαν αφήσει ήσυχη. Κι η Αγάθη ήξερε.
Τις μέρες έψαχνε στους δρόμους. Στο σπίτι κοντά στις γραμμές. Σε γιαπιά και εγκαταλελειμμένα σπίτια.
Τις νύχτες έψαχνε τα σημάδιά του στο κορμί της. Ένοιωθε ξανά και ξανά τα ρίγη από την ένωσή τους.
Έψαχνε στις εφημερίδες. Ρώταγε άστεγους. Περαστικούς. Τις τελευταίες μέρες ρώταγε τις γάτες που τρίβονταν στις γάμπες της. Δε θυμόταν πια τα μάτια του. Κι όταν έκλεινε τα δικά της δε μπορούσε πια να νοιώσει το άγγιγμά του.
Η Αγάθη βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της το ξημέρωμα της 6ης Απριλίου. Χωρίς να ξέρει.

Πάνω στον τάφο της κάποιος άφησε έναν κόκκινο Ιβίσκο.

Μια σούπερ ατυχία

Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ παλιά και όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε ένα αγόρι, που το έλεγαν Σπύρο. Ο Σπύρος ήταν ένα αγόρι σχεδόν ...