2.9.07

Η κοπέλα στο παράθυρο

Το παράθυρο του σπιτιού μου βλέπει στον ακάλυπτο. Και συχνά, όταν κάθομαι στο γραφείο, κοιτάω έξω. Σπάνια κάθεται κάποιος στο μπαλκόνι του. Μόνο μια κοπέλα είναι πάντα στο παράθυρο της. Χλωμή, με μακρυά, ξανθά μαλλιά. Καπνίζει ακουμπισμένη στο περβάζι. Με το βλέμμα άδειο.
Χτες την κοίταζα πάλι. Καθόταν εκεί. Ακίνητη. Κάθε φορά που σήκωνα τα μάτια μου την έβλεπα στην ίδια θέση. Που και που μόνο τίναζε τη στάχτη του τσιγάρου της. Που και που έσβηνε το ένα και άναβε ένα άλλο.
Πρώτη φορά την παρατηρούσα τόσο πολλή ώρα.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει κι αυτή στεκόταν ακόμα εκεί. Ήθελα να φύγω από το γραφείο, να ξαπλώσω, αλλά για κάποιο λόγο δε μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της.
Μια δυο φορές που έκανα να σηκωθώ νόμισα ότι άκουσα τη φωνή της μες στο κεφάλι μου. "Μη! Μη σηκωθείς. Μείνε λίγο ακόμη. Υπάρχει λόγος."
Κι έμεινα πράγματι αρκετή ώρα ακόμη στην ίδια στάση.
Έξω πια είχε βραδιάσει για τα καλά. Ούτε εγώ ούτε αυτή είχαμε ανάψει τα φώτα στο σπίτι. Αυτό που έβλεπα πια ήταν μια σκιά στο παράθυρο. Που φωτιζόταν που και που από την κάφτρα του τσιγάρου της.
Είχα αρχίσει να κουράζομαι. Και με είχε πιάσει μια διαολεμένη δίψα. Αλλά δεν μπορούσα να σηκωθώ. Ούτε για να διανύσω τα πέντε βήματα μέχρι το ψυγείο.
Ώσπου ξαφνικά τον είδα. Πλησίαζε αργά αργά από πίσω της. Στα χέρια του κρατούσε ένα κομμάτι σχοινί.
Την αγκάλιασε απαλά. Άρχισε να τη φιλά στο λαιμό.
Αυτή δε γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν ανταποκρίθηκε στα χάδια του. Έγειρε απλά λίγο το κεφάλι στο πλάι. Αυτός συνέχισε να τη φιλάει. Σιγά σιγά πέρασε το σχοινί γύρω από το λαιμό της.
Η κοπέλα έμεινε σχεδόν ακίνητη. Έσκυψε ελαφρά το κεφάλι κι έμεινε εκεί. Σε στάση αναμονής.
Αυτός με μια αποφασιστική κίνηση έσφιξε το σχοινί.
"Μηηηηηηηηη!", φώναξα... Αλλά κανένας ήχος δε βγήκε από το στόμα μου. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά τα πόδια μου ήταν μουδιασμένα. Προσπάθησα να πιάσω το τηλέφωνο αλλά ένιωσα το κεφάλι μου βαρύ. Έκανα δυο αβέβαια βήματα προς το κινητό μου και σωριάστηκα στο κρεβάτι. Μετά από άλλες δυο αποτυχημένες προσπάθειες παραδόθηκα. Ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ αργά για να κάνω κάτι.
Με πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος ανήσυχος. Όλο εφιάλτες.
Το πρωί ξύπνησα κουρασμένη και πιασμένη. Διψώντας απελπιστικά. Πήγα στο μπάνιο, έβαλα το πρόσωπο μου κάτω από τη βρύση κι ήπια μέχρι να ξεδιψάσω. Σιγά σιγά τα χτεσινοβραδινά γεγονότα επέστρεψαν στο μυαλό μου. Κι ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά.
Πρέπει κάτι να κάνω οπωσδήποτε. Κάποιον να ειδοποιήσω. Πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου. Η γραμμή ήταν κατηλειμμένη. Δοκίμασα άλλες τρεις φορές. Βηματίζοντας πάνω κάτω. Δοκίμασα να πάρω την Άννα στο κινητό. Αλλά το είχε κλειστό.
Δε μπορούσα να περιμένω άλλο. Πήρα το 100. Την ώρα που άνοιξε επιτέλους η γραμμή την είδα. Ήταν και πάλι εκεί. Στο παράθυρο. Με τα μακρυά, ξανθά μαλλιά της και το βλέμμα άδειο...

2 σχόλια:

  1. Νομίζω πως πρέπει να σε βαφτίσουμε "Ιστορίες από την Κρύπτη #2" (-;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. zero2one, για κάνε μου τη χάρη, οι Ιστορίες από την Κρύπτη είναι κλόπιράιτιντ!:-Ρ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Μια σούπερ ατυχία

Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ παλιά και όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε ένα αγόρι, που το έλεγαν Σπύρο. Ο Σπύρος ήταν ένα αγόρι σχεδόν ...