Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε όταν ξύπνησε ήταν η αντανάκλασή της στο μεγάλο καθρέφτη. Όπως κάθε πρωί, έτσι και σήμερα, τεντώθηκε κρατώντας τα μάτια της καρφωμένα στο είδωλό της, παρατηρώντας το χώρο μέσα από τον καθρέφτη. Συνέχισε να κοιτιέται σε αυτόν όσο ντυνόταν. Όσο χτένιζε τα μακρυά μαλλιά της. Ανάμεσα από τις καστανοκόκκινες τούφες που έπεφταν στα μάτια της. Έριξε μια τελευταία ματιά πριν βγει από το δωμάτιο. Επέστρεψε – όπως κάθε μέρα άλλωστε – για να κάνει μια τελευταία στροφή.
Δεν έδωσε καμιά σημασία στον καθρέφτη του σαλονιού. Στάθηκε πλάτη στον καθρέφτη του ασανσέρ. Ποτέ της δε στάθηκε να καθρεφτιστεί σε μια βιτρίνα. Στο τζάμι του μετρό. Ποτέ δεν κουβάλησε καθρεφτάκι στην τσάντα της.
Δεν ήταν ερωτευμένη με το είδωλό της, όπως της είχε πει εκείνος ο γκόμενος κάποτε, όταν είχε δει την πρωινή της ιεροτελεστία μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη.
Για την ακρίβεια δεν ήταν ερωτευμένη με όλα τα είδωλά της. Παρά μόνο με κείνο που έβλεπε στον μεγάλο καθρέφτη.
Οι καθρέφτες στα δοκιμαστήρια την έδειχναν χοντρή. Άχαρη. Κανένα ρούχο δε φαινόταν να της πηγαίνει όταν κοιταζόταν σε κείνα τα θλιβερά κομμάτια καθρέφτη. Κολλημένα σε έναν τοίχο. Χωρίς κορνίζα.
Τα μαλλιά της δεν είχαν ποτέ το σωστό χρώμα στους καθρέφτες των κομμωτηρίων. Ούτε το σωστό μήκος. Το σωστό χτένισμα.
Στο μεγάλο καθρέφτη του δωματίου όμως όλα ήταν σωστά. Όπως θα έπρεπε να είναι. Όπως αισθανόταν ότι είναι.
Μακρυά από αυτόν τον καθρέφτη ένοιωθε μακρυά από εκείνη την ίδια. Τις ώρες που έλειπε από το σπίτι της έλειπε και η αντικειμενική ματιά του.
Παλιότερα οι διακοπές ήταν εφιάλτης. Και όχι μόνο γιατί πια δεν ήξερε πώς πραγματικά έμοιαζε. Όχι γιατί δεν ήξερε πια αν της πηγαίνει το κόκκινο φουστάνι . Ή αν τα μαλλιά της εξακολουθούσαν να έχουν αυτό το βαθύ καστανοκόκκινο χρώμα. Όχι. Υπέφερε γιατί ένοιωθε σαν να είχε αφήσει πίσω ένα κομμάτι του εαυτού της.
Πλέον είχε σταματήσει τα ταξίδια. Και τις περιττές εξόδους. Έβγαινε βέβαια για να πάει στη δουλειά της. Για να ψωνίσει. Για κανέναν καφέ με τις φίλες της. Αλλά όταν αγαπάς κάποιον δε θες να τον αφήνεις και πολύ μόνο του, έτσι δεν είναι; Το είδωλο της έγνεφε καταφατικά σε αυτήν την ερώτηση.
Γυρνώντας σπίτι εκείνο το απόγευμα έκανε το λάθος να κοιταχτεί στον καθρέφτη του ασανσέρ. Έκανε ένα μορφασμό όλο αποστροφή προς τη γυναίκα που την κοιτούσε μέσα από το γυαλί. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια μετρώντας τα 15 δευτερόλεπτα που χρειαζόταν για να φτάσει στον όροφο της. Άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ και βγήκε αποφεύγοντας να ξανακοιτάξει το τζάμι.
Μπαίνοντας στο σπίτι έτρεξε στον καθρέφτη της. Ευτυχώς. Όλα ήταν όπως τα ήξερε. Όπως έπρεπε να είναι. Όπως άλλωστε αισθανόταν ότι είναι.
Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπο της. Δεν άντεχε άλλο να αμφισβητεί συνέχεια το ποια είναι. Κουλουριάστηκε στο πάτωμα μπροστά στον καθρέφτη. Ακούμπησε το μάγουλό της στο κρύο τζάμι. Και το ένοιωσε ζεστό.
Ένοιωσε μια ζεστασιά εκεί, κολλημένη πάνω στον καθρέφτη. Ένοιωσε ήρεμη και γαλήνια. Και το κυριότερο. Έπαψε να νοιώθει μόνη.
Ένα χέρι την ακούμπησε στην πλάτη. Τη χάιδεψε απαλά. Την κράτησε μέχρι που σταμάτησαν οι λυγμοί.
Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε δειλά προς τον καθρέφτη. Το είδωλό της ήταν καθισμένο δίπλα της, έχοντας το χέρι του περασμένο στον ώμο της. Χαμογελώντας με κατανόηση. Της σκούπισε τα δάκρυα.
Τσίριξε!
Τσίριξε και με σπασμωδικές κινήσεις προσπάθησε να απελευθερωθεί από αυτό το ξένο – κι όμως δικό της – χέρι. Πισωπάτησε και απομακρύνθηκε. Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι. Κρατώντας πάντα τα μάτια της καρφωμένα στη γυναίκα μες στον καθρέφτη.
Εκείνη σηκώθηκε ήρεμα και με χάρη. Χαμογέλασε καλοσυνάτα και ανέβηκε κι αυτή στο κρεβάτι. Απ’ τη δική της πλευρά του καθρέφτη. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στην κοπέλα που κοιτούσε πανικόβλητη κι έγινε πάλι το είδωλό της.
Έμεινε παγωμένη σε αυτή τη θέση. Κοιτώντας πάντα την άλλη. Έγειρε λίγο το κεφάλι της. Το είδωλό της ακολούθησε την κίνηση. Δειλά σήκωσε και το χέρι της. Η γυναίκα στον καθρέφτη έκανε το ίδιο. Με αργές κινήσεις κατέβηκε από το κρεβάτι μένοντας όσο μπορούσε πιο μακρυά από τον καθρέφτη. Και κοιτώντας πάντα προσεχτικά τη γυναίκα πίσω από το γυαλί.
Βγήκε από το δωμάτιο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Άρπαξε την τσάντα της και βγήκε από το σπίτι. Κράτησε την πλάτη της γυρισμένη στον καθρέφτη του ασανσέρ. Νοιώθοντας δυο πύρινα μάτια να την καρφώνουν. Σε σχεδόν αλλόφρονη κατάσταση βγήκε στο δρόμο. Περπάτησε για λίγο χωρίς κι αυτή να ξέρει που πάει.
Για πρώτη φορά παρατήρησε πόσες επιφάνειες υπήρχαν που μπορούσε να καθρεφτιστεί κάποιος. Χιλιάδες μάτια – δικά της μάτια – την κοίταζαν από όλες τις λείες γυαλιστερές επιφάνειες που προσπερνούσε. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που την τρόμαζε. Άρχισε να τσιρίζει και να τρέχει στο δρόμο.
Πέντε μέρες αργότερα η εξαφάνιση της έγινε θέμα στα κανάλια. Εφτά μέρες αργότερα ξεχάστηκε. Και όλοι αγνόησαν τις τρεις λέξεις που βρέθηκαν γραμμένες στη σκόνη του καθρέφτη...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Μια σούπερ ατυχία
Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ παλιά και όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε ένα αγόρι, που το έλεγαν Σπύρο. Ο Σπύρος ήταν ένα αγόρι σχεδόν ...
-
Πιστεύετε στις κατάρες; Στις κατάρες της τσιγγάνας; "Ασήμωσε κούκλα μου να σου πω ποιος σε αγαπά..." "Πάρε ένα λουλουδάκι, ομ...
-
Ο Ντίμης δεν υπήρξε ποτέ. Αυτή ήταν η επίσημη στάση της αστυνομίας. Αυτό το εύλογο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν όλοι. Όμως η Αγάθη ήξε...
-
Με τον κλασσικό τρόπο που περιπλανιέται κανείς άσκοπα στο διαδίκτυο, χαζεύοντας το newsfeed στο facebook έκανα κλικ στο link ενός φίλου, ...
je ne peux pas ... je dois commenter ...
ΑπάντησηΔιαγραφήtu as touché finalement le miroir ...
""Simone""
;-)
Καμιά ηρωίδα μου δε θα μπορούσε να αντιστέκεται για πολύ στους καθρέφτες... ;-)
ΑπάντησηΔιαγραφή