Η εκδοχή του zero2one έχει αρχίσει να γράφεται σαν ανεξάρτητη ιστορία... Δεν έχει διακλαδώσεις και θα δημοσιευτεί αφού τελειώσουμε με αυτήν εδώ.
Κάποιες από τις ιδέες που δόθηκαν στο προηγούμενο δεν έχουν χρησιμοποιηθεί. Ακόμα! ;)
Κρίση πανικού
"Οκ... Δε μπορεί να συμβαίνει αυτό..." μονολόγησε. Πάτησε νευρικά το κουμπί του ασανσέρ τέσσερις πέντε φορές. Καμία αλλαγή. Κλότσησε εκνευρισμένη την πόρτα. Πήγε στο παράθυρο του φωταγωγού. Δεν άνοιγε. Φαινόταν να είναι φτιαγμένο ώστε να μην ανοίγει. Κόλλησε τη μύτη της στο τζάμι, χωρίς όμως να καταφέρει να δει κάτω. Το χτύπησε με τη γροθιά της. Το μόνο που κατάφερε ήταν να χτυπήσει λίγο.
Κατέβηκε άλλους δυο ορόφους. Δεν είχε νόημα. Έπρεπε να μάθει που διάολο βρισκόταν. Ας χτύπαγε ένα από τα κουδούνια...
Στάθηκε μπροστά σε μία από τις πόρτες. Έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα με το χέρι πάνω στο κουδούνι χωρίς να αποφασίζει να το πατήσει.
"Ντλιιιιιιν ντλοοοοον..." ακούστηκε ο εκνευριστικός του ήχος. Κράτησε την ανάσα της. Προσπάθησε να σκεφτεί ένα λογικό τρόπο να εξηγήσει την κατάστασή της σε όποιον άνοιγε την πόρτα. Μετά σκέφτηκε πώς μπορεί να ήταν αυτός ο κάποιος που μπορεί να άνοιγε την πόρτα. Και φυσικά, αν τελικά θα άνοιγε κάποιος την πόρτα. Ή κάτι. Και τι διαθέσεις θα είχε αυτό το κάτι. Στα δέκατα του δευτερολέπτου που χρειάστηκε για να τα σκεφτεί όλα αυτά κατάφερε να πανικοβληθεί. Ήταν έτοιμη να κάνει μεταβολή και να αρχίσει να κουτρουβαλάει τις σκάλες. Και το έκανε.
Όταν σταμάτησε να τρέχει είχε χάσει πια το μέτρημα. Είχε λαχανιάσει. Η καρδιά της χτύπαγε σαν τρελή. Κατέρρευσε στα σκαλιά. Όταν πλέον συνήλθε κάπως ένιωσε ανόητη. Τρόμαζε τον εαυτό της χωρίς λόγο. Μπορούσε να συνεχίσει να κατεβαίνει σκάλες ή μπορούσε απλά να χτυπήσει μια πόρτα και να μάθει. Ξανασηκώθηκε και πήγε αποφασιστικά προς μία από τις πόρτες. Πάτησε το κουδούνι και άκουσε για άλλη μια φορά το εκνευριστικό του κουδούνισμα. Πίεσε τον εαυτό της να παραμείνει ψύχραιμη. Προσπάθησε να ακούσει. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν από το διαμέρισμα. Χτύπησε το διπλανό. Τίποτε. Έκανε το ίδιο και με τα διαμερίσματα των επόμενων τριών ορόφων. Καμιά απάντηση. Κανένας ήχος...
Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Έβαλε τις φωνές. Άκουσε τη φωνή της να αντηχεί στο χώρο μέχρι που σταμάτησε κι αυτή.