Τόσους μήνες μετά δεν είχε ξαναβρεί τον παλιό της εαυτό. Κι ίσως να μην τον ξαναέβρισκε ποτέ.
"Πάντα παίρνουμε κάτι από τους ανθρώπους που συναναστρεφόμαστε", συνήθιζε να λέει, "και πάντα κι αυτοί παίρνουν κάτι από μας"...
Αυτός έμοιαζε να της έχει πάρει τα πάντα. Εξωτερικά ήταν η ίδια. Από μέσα όμως, από μέσα έμοιαζε κενή.
Κάθε της σκέψη, κάθε της κίνηση καθρέφτιζε αυτόν. Πίσω ακόμη κι από τις πιο απλές της συνήθειες κρυβόταν αυτός.
Είχα μάθει να τη διαβάζω τόσο καλά. Ακόμη κι οι πιο κρυφές της σκέψεις ήταν ορατές σε μένα. Κι ανησυχούσα. Προσπάθησα πολλές φορές να τη βοηθήσω. Να της μιλήσω. Να την κάνω επιτέλους να μιλήσει. Απέτυχα.
Την αγαπούσα όμως. Ήμουν ακόμα ερωτευμένος μαζί της. Κι ας έβλεπα ότι δεν υπήρχε πια περίπτωση να το καταλάβει. Κι ας ήξερα ότι εγώ ποτέ δε θα μπορούσα να της το πω...
Συνέχιζα να την αγαπάω και να ψάχνω στα λόγια της, στο βλέμμα της, την κοπέλα που ήξερα... Και μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο δύσκολο.
Ο κόμπος έφτασε στο χτένι ένα βράδυ Σαββάτου. Είχα πάει στο σπίτι της και την είχα βρει στη γνωστή της κακή διάθεση. Αράξαμε στον καναπέ βλέποντας μια ανόητη αμερικάνικη σειρά. Πρέπει να με πήρε ο ύπνος. Με ξύπνησε ο θόρυβος ενός ποτηριού που έσπαγε.
Στεκόταν στη μέση του δωματίου, με τα γυαλιά σκορπισμένα γύρω της. Τα χέρια της σφιγμένα σε γροθιές. Να τραντάζεται από τα νεύρα.
Προσπάθησα να την πάρω αγκαλιά, να την ηρεμήσω...
Αυτό φάνηκε να την εκνεύρισε ακόμα περισσότερο.
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά λεπτά μέχρι να καταλάβω ότι εγώ ήμουν η αιτία του θυμού της.
Έχουν περάσει τρία χρόνια κι ακόμα δεν ξέρω γιατί._